Posts Tagged ‘a poem by Manolis’

nostos and algos cover

ΟΡΚΟΣ

Στάθηκε στο παραπέτο του παλιού κάστρου

από κάτω μας η πεινασμένη άβυσσο

λίγο βαθύτερα η θάλασσα λαμποκοπούσε

κι ημερωμένα κύματα χαιδεύαν

το κίτρινο αμμουδερό ακρογιάλι

 

και σήκωσε το χέρι του οριζόντια

λες κι ορκιζόταν στ’ ατέλειωτο του ήλιου

σαν να υποσχόταν να ξαναγυρίσει

μιαν άλλη φορά σαν χρειαστούμε

καινούριο σύμβολο, κάποιον

που να σταθεί κατά της απληστίας

και της αδηφαγίας μερικών

 

που όλοι μέσα τώρα κολυμπούσαν

βολεμένοι και παχουλοί

στη πρόσκαιρη χαώδη χόρταση

και το κάστρο τούτο που δεν ανεχόταν

ηγέτες με τις παρωπίδες έτριξε κι ίσως

 

γι’ αυτό κι ο ήρωάς μας επέμενε να δείχνει

τη θάλασσα προς κάτω και σιγοπερπάταγε

προς την άκρη του τειχιού κι έκανε το σχήμα

του σταυρού πάνω απ’ το αιώνειο κενό

πριν αφεθεί στη λύτρωση του μηδενός

 

OATH

 

He stood at the edge of the old

castle’s parapet

below it the hungry abyss

even lower the gleaming sea

ready to splash its first wave

onto the yellow soft sandy beach

 

and he raised his arm

as though taking an oath

as though promising to come back

at another time when we’ll need

 

a new leader to guide us

to our final victory against

our own greed and gluttony that

we’re comfortably in

and exquisitely satisfied

 

and the old castle creaked as

it couldn’t tolerate leaders with blinkers

though our hero pointed to the horizon

while stepping on the parapet’s edge

and crossed himself over

the void before he flew

to the deliverance of emptiness

 

~Nostos and Algos, Ekstasis Editions, Victoria, BC 2012

merging dimensions cover

ΤΑΡΙΧΕΥΣΗ

 

Κι ήρθε η στιγμή να διαλαλήσω την αλήθεια

 

π’ ανέβαινε απ’ του πατώματος τις χαραμάδες

σημάδια τέσσερα κινδύνου που `στειλα

στις τέσσερις γωνιές του κόσμου

 

και το κορμί μου τοποθέτησα

καταμπροστά στου Δία την οργή

και ο μαίστρος προς την άλλη φύσηξε

κατεύθυνση και το μπαλκόνι έτριξε

 

λες συμφωνούσε που πολύ μισούσα

τα γονατιστά ανθρωπάκια που πάντα

σαν χρυσαφένιες νύμφες

τη δυστυχία τους μου θύμιζαν

κι έθεσα το κεφάλι μου στο μαξιλάρι

τη νύχτα της μοναξιάς μου να περάσω

αληθινά Εκείνος ήμουν ο μονιάς

ο πάνλαμπρος κι αράθυμος σωτήρας

που να με ταριχεύσουν δέχτηκα

 

 

EMBALMING

 

And time came to speak the truth

 

that rose through the cracks of the floor

four signs of distress sent

to the four corners of the globe

 

and I positioned myself

before the wrath of Zeus

when the mistral blew the other way

and the terrace creaked

 

as if agreeing with my hatred

for the little people who always kneeled

like golden nymphs that always

remind me of their misery

and I placed my head onto the pillow

to spend my long night of solitude

truthfully Him I was, the loner

the splendorous and irritable savior

foolish enough to be embalmed

 

SECOND ADVENT OF ZEUS, Ekstasis Editions, Victoria, BC, 2016

 

odysseus-alepoudelis-elytis

ΛΑΚΩΝΙΝΟΝ

 

Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη του επέστρεψε

στον ήλιο

κείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της πέτρας και του

αιθέρος

λοιπόν, αυτός που γύρευα είμαι

ώ, λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο

χειμώνα ελάχιστε

η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς

και στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ’ ένα μικρό τριζόνι κατακυρώνει

πάλι το νόμιμο του Ανέλπιστου.

 

 

LACONIC

 

The grief of death inflamed me so that my glow returned to the sun

it sends me now to the perfect syntax of stone and ether,

then, he whom I was seek, I am.

oh, cotton summer, wise autumn,

minimal winter,

life contributes its olive leaf mite

and in the night of fools with a small cricket again verifies the lawfulness of the Unhoped for.

 

~Έξι και μια Τύψεις για τον Ουρανό//μετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη

~Six and One Remorses for the Sky//translated by Manolis Aligizakis

www.manolisaligizakis.com

 

ubermensch cover

FUNERAL

We buried him, yesterday afternoon, in the freshly dug soil,
a small twig that he was, the poet with his thin gray beard.
His only sin: so much he loved the birds that didn’t come
to his funeral.
The sun went down behind the army barracks where the future
dead slept and the lone hawk, lover of songs, sat on the oak
branch; women lamented for the day’s yellow rapture and after
approving everything the hawk flew away, as if to define
distance. Wind blew over the surface of the lake searching
for the traitor who had run to the opposite shore where
judgement was passed and the ancient cross remained with
no corpse.
Everyone felt joyous, wine and finger food had to do with it
the hawk returned without news and the beggar extended
his hand and softly begged:
“two bits, man, God bless your soul, two bits.’

ΚΗΔΕΙΑ

Χθες το απόγευμα, τον θάψαμε στο φρεσκοσκαμμένο χώμα,
λες να `τανε βλαστάρι ενός δεντρού, το ποιητή με τ’ αραιό
γκρίζο γενάκι. Μόνη του αμαρτία που αγαπούσε πολύ
τα πουλιά κι αυτά ξέχασαν στην κηδεία του να έρθουν.
Ο ήλιος έδυσε πίσω απ’ το στρατόπεδο με τους νεκρούς
της αύριον και το γεράκι, μονιάς της λαγκαδιάς, καθόταν
στης οξιάς κλαδί. Γυναίκες κλάψαν για το κίτρινο συναίσθημα
της μέρας και το γεράκι αφού όλα τα επιδοκίμασε, πέταξε
μακρυά τις αποστάσεις για να καθορίσει, ο αγέρας φύσηξε
πάνω απ’ τη λίμνη, λες κι έψαχνε για τον προδότη που είχε
πάει στην αντιπέρα όχθη, εκεί που κρίνονται οι δίκαιοι
κι ο πανάρχαιος σταυρός έμεινε δίχως κορμί.
Όλοι ένιωσαν ευέλπιστοι απ’ το κρασί και τους μεζέδες,
ξανάρθε το γεράκι δίχως να φέρει νέα κι ο ζητιάνος έτεινε
το χέρι και καλοκάγαθα ψυθίριζε:
‘ελεημοσύνη χριστιανοί, ελεημοσύνη.’

~Υπεράνθρωπος/Ubermensch, Ekstasis Editions, Victoria, BC, 2013

http://www.ekstasiseditions.com

Chthonian Bodies_cover_Oct2.indd

HYMNIST

I evoke the Great Spirit
to descend to my essence
ally to my ethos and

I hymn the character of man who
suddenly sprang out of my body

the head of beast to decorate
with roses and carnations
with fragrance the Gates of Heaven

to open and enter barefoot
pure as in his dream
rascal of weather and song

as he was on Earth and
in the hatred of their primeval God
men of the boats who boasted
about their shallow knowledge

let them be satisfied in
their sweet ignorance and

let me dwell in my aloofness
lonely lover of the breeze
ΥΜΝΗΤΗΣ

Το Μεγάλο Πνεύμα επικαλούμαι
στο είναι μου να εισχωρήσει
σύμμαχος του ήθους μου

κι υμνώ το χαρακτήρα του ανθρώπου
που απ’ την ύπαρξή μου ανάβλυσε
την κεφαλή του κτήνους να κοσμίσει

με ρόδα και γαρύφαλλα
και μ’ ευωδία την Πύλη Παραδείσου
ν’ ανοίξει ο άνθρωπος ξυπόλητος να μπει

σαν και στο όνειρό του αγνός
παιγνίδι του καιρού και τραγουδιού
που έζησε πάνω στη Γη

και στο προαιώνειο μίσος του Θεού
φονιάδων που με καράβια ήρθαν
με την επιφανειακή τους γνώση
στην άγνοιά τους ας είναι ευτυχισμένοι

κι εγώ ας παραμείνω απόμακρος
μονιάς της αύρας εραστής

CHTHONIAN BODIES, paintings by Ken Kirkby, Poems by Manolis Aligizakis, Libros Libertad, 2015