Archive for March, 2020

ΕΛΛΑΣ

Ο αργαλειός ως οικιακό εργαλείο είναι αρχαιότατο και αναφέρεται από τον Όμηρο ως ιστός. Η Πηνελόπη ύφαινε τη μέρα και ξεΰφαινε τη νύχτα για να ξεγελά με τον τρόπο αυτό τους “μνηστήρες” ώστε να την περιμένουν ώσπου να τελειώσει το “διασίδι” της. Η θεά Αθηνά στην αρχαιότητα προστάτευε την υφαντική τέχνη γι’ αυτό ονομαζόταν “Εργάνη Αθηνά”. Πολλά από τα δημοτικά μας τραγούδια είναι αφιερωμένα στον αργαλειό και την ύφανση.

View original post 1,107 more words

Yannis Ritsos_cover4

ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ (1960)
Με τρόμαζε κι αυτό, ίσως πιότερο
κι απ’ το βουνό, σα να ’ταν κάτι να μας πάρουν
ή κάτι να μας φέρουν κι είμαστε απροετοίμαστοι —
γι’ αυτό σου ’λεγα τότε ν’ ανάψεις τις λάμπες
να λήξει αυτή η αναμονή κι η αβεβαιότητα
να μείνει ολόκληρη η απόφαση της νύχτας
και το επικυρωμένο, το παραδεγμένο βάρος της
μαζί με την αιώνια προαίσθηση πως μετά τα μεσάνυχτα
δώδεκα προσωπιδοφόροι θ’ αποκεφαλίζανε
τα δυο πέτρινα λιοντάρια της πύλης, — όπως κι έγινε.

Αν έμενα κάποιες φορές ώς αργά στο προαύλιο,
δεν ήταν για να υποδεχτώ τη φίλη μου τη νύχτα (γιατί φίλη μου;)
να μου δανείσει το σκοτεινό της ένδυμα, να μ’ εξοικειώσει
μ’ αυτό το μόνιμο φόρεμα του πένθους, άβγαλτο από πάνω μου
απ’ τα δέκα μου χρόνια, σα να ’ταν το πετσί μου, — όχι,
ήταν να δω τις τελευταίες ανταύγειες του ηλιογέρματος
στα τζάμια των σπιτιών, κάτω στον κάμπο,
σαν σινιάλα φωτιάς άγρυπνων, μυστικών φυλάκων
από λόφο σε λόφο, από προάστιο σε προάστιο,
για κάτι άλλο επιτέλους· ώσπου ν’ ανάψουν τ’ άστρα και τα φώτα
πίσω απ’ τα παράθυρα, κι όλη η ρευστότητα του απόβραδου
να γίνει ένα μπράτσο ορισμένο, ένα μπράτσο κατάστικτο, — το μπράτσο
ενός φυλακισμένου που δεν είναι παρά φυλακισμένος.

UNDER THE SHADOW OF THE MOUNTAIN (1960)

 

This perhaps scared me more than the mountain,

as if we were unprepared for something they’d

take from us or something they’d bring to us —

for this reason I told you to light the lamps

so that this anticipation and uncertainty end

so that the decision of the night remains whole

and its reaffirmed and accepted heaviness

along with the primeval premonition that at midnight

twelve masked men would decapitate the two stone

lions of the gate — and it happened.

 

When I stayed in the courtyard late in the evening

it wasn’t to welcome my friend the night (why my friend?)

to lent me its dark dress, to familiarize me with that

permanent grieving garment, which I never took off

for the last ten years — no, it was because I wanted

to see the last gleams of the sundown

on the window panes of the houses and down over

the plain; gleams like fiery signals of secret guards

in vigil, from hill to hill, from suburb to suburb, and

for something else; until the stars and lights behind

the windows are turned on, and all the twilight fluidity

becomes the defined arm, tattooed — the arm

of a convict who is nothing but a convict.

 

ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ, ΑΡΧΑΙΟΘΕΜΑ, Μετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη, Βανκούβερ, 2020

Yannis Ritsos-Poems, Selected Books, Volume II, Translated by Manolis Aligizakis

http://www.libroslibertad.com

 

Yannis Ritsos_cover4

ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ (1960)

…μόνο το υδραγωγείο, σκαμμένο μέσα στο βουνό,
είχε μια κάποιαν ανεξαρτησία, μια φωνή δική του,
σαν έντερο τεράστιο, μαλακό, που τρυπούσε την πέτρα
και λειτουργούσε μόνο του με το νερό, με σκοπό και με θέληση
κάπου να πάει, κάτι να κάνει, αψηφώντας
το βουνό και τον ίσκιο του βουνού.
Στα παιδικά μου χρόνια,
τις νύχτες, στο κρεβάτι, όταν σβήναν οι λυχνίες
κι η κάπνα γαλάνιζε μες στο σκοτάδι, πριν απ’ τον ύπνο,
άκουγα το πελώριο πέλμα του βουνού να σηκώνεται
για να πατήσει μες στην κάμαρα, και τότε
αυτό το υδραγωγείο σκεφτόμουνα για να πάρω κουράγιο,
αυτό μονάχα με υπεράσπιζε·
και μια μικρή αντιφεγγιά στο ασημένιο καντηλέρι
ήταν σαν ένα χέρι λιγνό που ’χε επιζήσει απ’ τον ίσκιο του βουνού,
ένα χέρι που κρατούσε κι εμένα στην επιφάνεια
κι έτσι μπορούσα κάπως να κοιμηθώ, ξέροντας
πως πάνω μου υπάρχει ένα άνοιγμα ή ένας μικρός γάντζος
απ’ όπου, το πρωί, θα μπορούσα να πιαστώ, να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι.

Απ’ την άλλη μεριά του σπιτιού
ήταν ο μέγας κάμπος ανοιχτός (λέω: ήταν,
σα να μην είναι πια το σπίτι μας, σαν να μην είμαστε)·
όμως κι εκεί σκοτείνιαζε μεμιάς μέσα στο δείλι
κι ήταν αόριστη η έκταση, επίβουλη η θέα, —
μόνο ένα σύννεφο, κάποτε, τρυφερό, βιολετί,
αρμένιζε μοναχικό μες στο θολό ουρανό, πάνω απ’ την κατασκότεινη πεδιάδα,
σαν ένας μικρός, ξεριζωμένος κήπος
ή σα μια διάφανη τριήρης μετέωρη
από κάποιον αντικατοπτρισμό μακρινής, αόρατης θάλασσας
φωτισμένης από μέσα έτσι που να προβάλλονται
οι ρόδινες σκιές των πλεούμενων στον αέρα του λυκόφωτος.

UNDER THE SHADOW OF THE MOUNTAIN (1960)

 

…only the water reservoir, dug into the mountain, has

a certain independence, its own voice, like a gigantic,

soft intestine, that pierced the rock and reached the water

alone, wanting and wishing to reach somewhere, to do

something, ignoring the mountain and its shadow.

When I was a child, during the night, in bed,

after the lamps were turned off and light-blue smoke

flooded the space, before I’d fall asleep, I listened to

the enormous step of the mountain rising, ready to

walk into the room, and then, I could think

of that water reservoir and take courage, it was

my only defender; and a light moon glow that fell

silver candelabra like a thin arm that survived under

the mountain shadow, a hand that held me up

on the surface too and I could somehow go to sleep

knowing that there was an opening over me or

a small hook which I could grab in the morning

and rise from my bed.

 

There was a huge, open plain on the other

side of the house — (I’m saying there was as if our

house doesn’t exist anymore, as if we don’t exist)

however it was getting abruptly dork even there too

and the expanse was vague and the view treacherous;

only a cloud, sometimes, tender, violet color

travelled alone under the gray sky, over the pitch dark

plain, like a small, uprooted garden or a floating

diaphanous trireme in the reflection of a far away

invisible sea, lighted from within, so that the rosy

reflections of ships were projected in the twilight air.

 

ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ, ΑΡΧΑΙΟΘΕΜΑ, Μετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη, Βανκούβερ, 2020

 

http://www.libroslibertad.com

Her Friends The Wolves

Posted: 02/03/2020 by vequinox in Literature

Chat Moon.

Posted: 02/03/2020 by vequinox in Literature

lemanshots - Fine Pictures and Digital Art

Lemanshots_chat

Designed and created by Josephine R. Unglaub.

View original post