
Tasos Livaditis-Poems, Volume II
Night Visitor 1972
ΕΡΗΜΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ
Μόλις πέθανα, βγήκα απ’το μεγάλο καθρέφτη του πατρικού
σπιτιού, το σούρουπο είχε μια παράφορη οικειότητα, η Τερέζα
έλεγε το παλιό τραγούδι των αλλοπαρμένων σταθμών που ακολου-
θούσαν τα τρένα, κι εγώ δεν είχα πού να πάω κι αποκοιμήθηκα στα
χέρια των τυφλών, που εντούτοις άναβαν τη λάμπα,
ήταν σκοτεινή εποχή, δράματα παίζονταν σιωπηλά πάνω στις
γέφυρες, τραυματιοφορείς τρέχανε και πάνω στα φορεία κείτονταν
μεγάλοι στεναγμοί από παλιές εξεγέρσεις,
όταν τέλος έφτασα στο σταθμό, είχαν όλοι φύγει, ήμουν τόσο
φοβισμένος που αν μ’ άγγιζες θα ράγιζα, αφήνοντας να φανεί ο
Θεός, στο απάνω πάτωμα έμεναν οι Φ. κι εμείς έπρεπε να κάνουμε
ησυχία, γιατί η μεγάλη κυρία είχε πυρετό κι η μητέρα που την
υπηρετούσε έιχε μάθει να πετάει, για να μην της λερώνει το χαλί,
φέρανε, μάλιστα, και τον επιστάτη να καταθέσει, αλλά δεν εί-
χανε καμιά απόδειξη, γιατί το παλιό σχολικό κουδούνι ήταν πιο
μακριά κι απ’ τους νεκρούς κι ο αμαξάς των παιδικών καιρών έξω
απ’ την πόρτα μάταια χτυπούσε απελπισμένα τα τέσσερα μαρμα-
ρωμένα άλογα.
Deserted Station
Soon as I died I got out of the big mirror of our family
home; dusk had an exquisite beauty, Teresa was singing
an old song about moonstruck stations where the trains
arrived and I had nowhere to go, so I fell asleep in the hands
of the blind who insisted in lighting their lamps.
It was the dark age, tragedies unfolded silently on bridges,
stretcher carriers run around while loud sobs from old
revolutions were laid on stretchers and when I finally
reached the station they were all gone. I was
so scared that if one touched me, I’d crack letting God
appear; the ones named F. stayed upstairs and we had
to keep quiet since the old lady had fever and mother, who
looked after her had learned to fly so she wouldn’t stain
the carpet, indeed, they brought the supervisor as a witness,
yet they had no proof, since the old school bell was further
away from the dead and the coachman of our childhood
days was hitting uselessly and desperately the four frozen
horses outside the door.