
Ἄντε λοιπόν! Τράβα τὸ γρήγορο ποτήρι,
σάλταρε στὸ καράβι,
πήδα στὸ ἀμπάρι, πέσε πάνω στὰ βαρέλια
καὶ κρασοκύλησέ τα.
Τάπα μὴ μείνει! Δὲ μᾶς βλέπω
τὴ βάρδια αὐτὴ ξενέρωτοι νὰ τὴν περνᾶμε.
Ἕνα κοντάρι ἔχω ὅλο κι ὅλο.
Κερδίζω τὸ ψωμί μου,
ἐξασφαλίζω τὸ κρασί μου
(Ἰσμαρικό, ἄς σημειωθεῖ)
καὶ κρατιέμαι ὅταν μεθάω.
Ὅσο γιὰ τὴν ἀσπίδα, ἐκεῖνο τὸ ἔργο τέχνης
ποὺ ἀναγκάστηκα ν’ ἀφήσω ἀνάμεσα στοὺς θάμνους,
σίγουρα κάποιος Σάιος θὰ τὴν ἀπολαμβάνει.
Δὲν πάει στὸ διάβολο· ἀφοῦ κατάφερα καὶ γλύτωσα,
μὲ τὴν ἀσπίδα τώρα θ’ ἀσχολοῦμαι;
Ἁρπάζω ἀργότερα μιὰν ἴδια – γιὰ νὰ μὴν πῶ καλύτερη.
Δὲν κλαίω τοὺς Μαγνησίους·
οἱ Θάσιοι νὰ δεῖς τὶ ἔχουν νὰ πάθουν.
Ἄν φρόντιζε ὁ Ἥφαιστος νὰ τοῦ ἐξασφαλίσει
ροῦχα πεντακάθαρα, ἀπ’ τὴν κορφὴ μέχρι τὰ νύχια,
θὰ ἦταν ὄμορφος νεκρός: φλογόλευκος.
Στιχουργημένες ταλαιπωρίες ἤ ἐλεύθερες ἀπολαύσεις;
Τὸ ἴδιο μοῦ κάνει.
Ἔχασα τὸν ἔλεγχο· ὅμως ἄν δὲν κάνω λάθος,
δὲ γλίστρησα μόνος σ’ αὐτὴ τὴν ἐκτροπή.
Στὸ τέλος θὰ μὲ ποῦν καὶ μισθοφόρο σα να ήμουν από την Καρία.
Ὅσο πολεμάει ὁ μισθοφόρος, Γλαῦκε,
καλύτερος φίλος δὲν ὑπάρχει.
Ἄφησε τοὺς θεοὺς νὰ κάνουν τὴ δουλειά τους.
Κάποιοι θὰ πέσουμε καὶ πάνω ποὺ θ’ ἀρχίσουμε
νὰ συνηθίζουμε χῶμα, θὰ μᾶς σηκώσουν.
Ἄλλοι θὰ προσέξουμε ποῦ πατᾶμε
καὶ θὰ βρεθοῦμε νὰ παλεύουμε
γιὰ λίγη σκόνη μὲ τὴν πείνα καὶ τὴν τρέλα.
Πέσαμε πάνω τους καὶ τοὺς λιανίσαμε:
χίλιοι ἄντρες ὁλομόναχοι
ἐνάντια σὲ ἑπτὰ ὁλόκληρα κουφάρια.
Ἕνα πράγμα ξέρω καλά: νὰ ἐπιστρέφω ἀνοιχτὲς
τὶς πληγὲς ποὺ μοῦ ἀνοίγουν.
Καθὼς ξερνοῦσαν πάνω μας τὰ δόρατά τους, ὁ ἀρχηγὸς
ἐρέθιζε τὸ θράσος τους, φτύνοντας προσβολὲς καὶ κομπασμούς·
ὅμως ἡ Ἀθηνᾶ γονάτισε τὴν προστυχιά τους,
σημαίνοντας τὴν ἀντεπίθεσή μας.
Δὲν ἦταν οἱ Αἰολεῖς, λοιπόν, ποὺ ἔχτιζαν στὴν ἄμμο,
ἀλλὰ οἱ Ἴωνες. Συντρίφτηκε ὁ πύργος
ποὺ εἶχαν ἱδρώσει οἱ Κάρες πέτρα-πέτρα.
Ἐμεῖς χορέψαμε, ἄγνωστοι πολεμιστὲς πιασμένοι χέρι-χέρι,
στὸ νικηφόρο σύνθημα Λεσβίων φορμιγκτῶν.
Ὁ Δίας ἄστραψε πάνω τὴν Ὀλύμπια χαρά του,
κι ἐκείνοι ἀπέμειναν ὅ,τι δὲ θὰ κατεῖχαν πιά:
κατάκοποι, ἀπρόσμενα ἀκυρωμένοι, ἀναγκασμένοι
σὲ μιὰν ἀγρύπνια ποὺ ἀποροῦσε λίγο φῶς.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ….
“Φύγε καλύτερα. Ἡ ἐλευθερία τολμάει μόνο ὅσα τολμᾶς”
μοῦ ἔλεγε. “Ὅμως ἄν ἡ καρδιά σου ἐπείγεται μιὰν εὔκολη νίκη,
κάποια σφαδάζει γάμο: εὐάλωτη παρθένα, ἐκτεθειμένη
σὲ τέλεια ἐμφάνιση· συνθηκολόγησέ την.
Κι ἐγὼ τῆς ἀπαντοῦσα: “Κόρη τῆς Ἀμφιμέδουσας
(Τὶ γυναίκα κι αὐτή·
χάρες ποὺ βλέπει ἡ γῆ κατάτυφλά της!)
στὸ δρόμο γιὰ τὸν ἔρωτα, δὲν εἶναι λίγες οἱ ἀπολαύσεις.
Ὅλο καὶ κάποιος θ’ ἀρκεστεῖ στὸ παραλίγο.
Ἡ νύχτα ἔρχεται βαθιά της μὲ σκοτεινὲς ἀποφάσεις.
Ἔχουμε καιρὸ: ἐσύ, ἐγὼ κι ἕνας θεὸς συμφωνημένος.
Ἔστω, θὰ κάνω ὅ,τι μοῦ πεῖς. Τόσο σὲ θέλω.
Ἄσε τὴ στέγη νὰ ἐπινοεῖ ξαφνικὲς φυγὲς
καὶ τὴν πόρτα νὰ λαχανιάζει ἀργοπορημένα χτυπήματα.
Πάντα ὑπάρχει κάποιος κάμπος ἀνθισμένος.
Κατάλαβέ με, μωρό μου.
Ὅσο γιὰ τὴ Νεοβούλη, ἀνήκει στὴν παρακμή της.
Μάδησε ἡ παρθενιά της, μαράθηκε ἡ γλύκα της.
Ἀκόρεστο θηλυκό: φύτρωσε ἀπότομα
καὶ δὲ χόρταινε ν’ ἀνθίζει.
Παράτα την!
Δὲν πρόκειται
νὰ παντρευτῶ τ’ ἀνέκδοτα τῶν φίλων μου.
Ἐσένα θέλω: γυναίκα λεία στὸν τρόπο της.
Ἡ ἄλλη μπορεῖ νὰ κατεργάζεται ἀφοσίωση
στὰ πλήθη τῶν χειριστῶν της.
Ἔλα λοιπόν, πρὶν καταντήσει τὸ πάθος μου τυφλὴ ἀποβολή.”
Τὴν ὥρα ποὺ ὁ μανδύας μου τὴ βύθιζε σὲ κεῖνο
τὸ πανδαιμόνιο τῶν ἀνθισμένων λουλουδιῶν,
ὁ τρυφερὸς λαιμός της σπαρταροῦσε σὰν τρομαγμένο ἐλάφι
στὴν ἐπικίνδυνη ἀγκαλιά μου. Ἄγγιξα τὰ στήθη της.
Λίγο πιὸ κάτω, θρόιζε μιὰ ἥβη ἀνεξερεύνητη.
Προχώρησα μὲ χάδια μουδιασμένα καὶ ξαφνικά,
ξέσπασα ὁλόλευκος σὲ ξέφωτο ξανθό.
Βλέπεις ἐκείνη τὴ συκιὰ στὸ βράχο;
Μὲ πόση ἄνεση ταΐζει τόσες κουροῦνες!
Μιὰ ποὺ τὸ ‘φερε ὁ λόγος: φιλόξενο πλάσμα ἡ Πασιφίλη.
Φουσκώνει ὁ μανδύας σου τὴν ἱστορία
τῶν συναναστροφῶν σου, ἄθλιο θηλυκό.
Ὁ σκαπανέας Ἱππώνακτας τὴν ξέρει ἀπ’ ἔξω κι ἀνακατωτά.
Τὸ ἴδιο κι ὁ Ἀρίφαντος. Τὶ τύχη!
Δὲν ἔπιασε τὸν κλέφτη νὰ βρωμολογάει κλοπή. Τὴν ὥρα
ποὺ προσπαθοῦσε ν’ ἀποκρούσει τὸν κανατὰ Αἰσχυλίδη,
σὲ ἀπάλλαξε ὁ Ἱππώνακτας ἀπὸ τὴν παρθενιά σου
καὶ τέρμα οἱ κουβέντες.
Ἔβγαλε τὸ ἱερὸ μαντήλι ἀπ’ τὰ μαλλιὰ της
ἡ Ἀλκιβίη, τὸ ἀφιέρωσε στὴν Ἥρα
κι ἔτρεξε ἥσυχη νὰ δαπανήσει τὴν παρθενιά της.
Κρατοῦσε ἕνα τρυφερὸ κλαδὶ μυρτιᾶς
κι ἕνα ὡραῖο τριαντάφυλλο.
Τῆς ἄρεσε: χαμογελοῦσε. Τὰ μαλλιά της
ἔσταζαν νύχτα πίσω της.
Γάμο ξεκίνησα, μπουρδέλο ἄνοιξα μαζί σου.
Ἔγινα ἡ πιὸ διάσημη νταντὰ
στὴ συντεχνία τῶν παράνομων μαμῶν σου.
Ἦρθε στὸ κέφι καὶ κατέβαζε τὴν μπίρα
μονοκοπανιὰ σὰν Θράκας.
Στὸ τέλος, ξεχύλισε σὰν Φρύγας
κι ἔπεσε ξερὴ σὰν θηλυκό.
Ξέρω μιὰν ἄλλη θεραπεία γι’ αὐτὸ τὸ πρήξιμο.
Μύριζες μπαγιάτικο ἐραστὴ καὶ σὲ ἀέρισα
ἑφτὰ ὁλόκληρα χρόνια μὲ τὴν ἀφοσίωσή μου.
Ὕστερα ζωντάνεψες· ἄρχισες νὰ ἔχεις ἄποψη.
Ἔλειψα κι ἔκανες τὸ σπίτι μπουρδέλο.
Τώρα ντύνεσαι τὸν παλιό σου ἑαυτὸ
καὶ χάνεσαι, ὅταν νυχτώνει συνουσία.
Ποιός ἄντρας θὰ σὲ πάρει;
Βρὲς κανένα βάτραχο ἀπὸ τὴ Σέριφο
κι ὅταν χορτάσεις δίψα, γαμήσου·
κι ἄν δὲ χορτάσεις, ἄντε γαμήσου!
Ὁ χρόνος, ἡ σκληρὴ δουλειὰ καὶ ἡ ὑπομονὴ
ὁλόκληρες περιουσίες καταθέτουν
στῆς πουτάνας τὸ μουνί.
(Πολλά δ’ εἰς πόρνης γυναικὸς ἐρρυΐσκετ’ ἔντερον
τὰ χρόνῳ μακρῷ πόνῳ τε συλλεγέντα χρήματα)
http://www.cantfus.blogspot.com
Like this:
Like Loading...