Archive for the ‘awards’ Category

cover

Η ΠΟΛΗ

 

Περπατάω σκυφτός, είμαι ξένος σ’ αυτή την πόλη, αλλά η

στυφή μυρουδιά απ’ τα δημόσια ουρητήρια με πείθει παράξενα, μια

απ’ τις απολαύσεις μου είναι τα Αστεροσκοπεία, έχουν τουλάχιστο

θέρμανση, κι αν ο υπάλληλος είχε προσέξει το μούτρο μου, θα είχε

προσδιορίσει πολλούς μελλοντικούς κατακλυσμούς, με λίγα λόγια

ένα άθλιο απόγεμα που θα `θελε να κρεμαστεί κανείς — και πράγ-

ματι οι φωνές είχαν σταματήσει, η διαδήλωση μόλις είχε τελειώ-

σει κι οι αστυφύλακες έσβηναν μια ολόκληρη επανάσταση γραμμέ-

νη πάνω στους τοίχους.

 

 

 

THE CITY

 

I walk head down I’m a stranger in this city but

the strong stench from the public washrooms somehow

convinces me; one of my pleasures are the Observatories

they at least have heating and if the clerk had paid

attention to my face he would have observed the future

deluge in a few words a dreadful afternoon when one

wants to hang himself — and indeed the cries had stopped

the demonstration had just ended and the policemen were

erasing one complete revolution written on the walls.

 

TASOS LIVADITIS—SELECTED POEMS, translated by Manolis Aligizakis, Libros Libertad, Vancouver, 2014

 

www.libroslibertad.com

www.manolisaligizakis.com

vortex_cover

ΣΤΕΠΑ

 

Λουλουδιασμένα σινάπια

στ’ απέραντο χωράφι

το μαντρωμένο με πασάλους

στην αδιαφορία ξεγραμμένο

από λόφους αόρατους που κάποτε

θα’ταν σωστοί οροσταθμοί

ξεχασμένοι από νοτιάδες

και παραγωγούς αφιονιού

τρακτέρ αναλογίζεται μέρες σκληρές

όργωμα και πουκάμισα κρεμασμένα

στο έλεος της σκόνης

μουντό ξημέρωμα πηχτό

σαν λαμπυράδα στα παρτέρια

των λουλουδιών κι ο φαρμαδόρος

τη σοκολάτα αργοπίνει πριν στείλει

το σκυλί για να του φέρει τα σαντάλια

 

PRARIE

Mustard fields dressed

in yellow garments

fenced by indifference

forsaken by hills

forgotten by war lords

and poppy growers

tractor reminiscing

days of duty when at

daybreak tilling soil

and pulling dust over hung shirts

over flower beds lonely

farmer drinking his hot

chocolate before sending

a young hound to fetch

his dusty sandals

 

VORTEX, poetry by Manolis Aligizakis, Libros Libertad, 2014

ΚΡΙΤΙΚΗ ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ,  Νικόλ Γεωργοπούλου Λιαντίνη, Αθήνα, Σεπτέμβριος 2017

 

Επέλεξα να ομιλήσω και να εστιάσω στην ποιητική συλλογή του Μανώλη Αλυγιζάκη που τιτλοφορείται ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ

Ο όρος Υπεράνθρωπος ανήκει στο Νίτσε και στο Ζαρατούστρα του. Και από τη νιτσεϊκή έννοια του υπερανθρώπου έχει εμπνευστεί ο ποιητής Αλυγιζάκης και με τον ευρηματικό αυτό τίτλο δικαιώνει την ποιητική και τη νοηματική απόδοση στον τρόπο που εκείνος κατανοεί τον υπεράνθρωπο.

Ας ομιλήσουμε σχετικά όμως λίγο για το νιτσεϊκό υπεράνθρωπο για να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε ερμηνευτικά την αφόρμηση αυτή του Αλυγιζάκη.

Ο όρος υπεράνθρωπος χαρακτηρίζει έναν τύπο υψηλής νοημοσύνης και ευτυχίας απέναντι στο μοντέρνο άνθρωπο, τον «καλό», το «χριστιανό» που στο στόμα του Ζαρατούστρα, του καταλύτη της τρέχουσας ηθικής, γίνεται μια λέξη δύσκολα νοητή. Ο νιτσεϊκός υπεράνθρωπος ως ιδεαλιστικός τύπος μιας υψηλής ποιότητας ανθρώπου είναι κάτι μεταξύ «αγίου» και «μεγαλοφυΐας».

Μέχρι σήμερα οι ερμηνευτές του Νίτσε δεν έχουν καταλήξει και ερίζουν για αυτή του τη σύλληψη του υπεράνθρωπου.

Είναι σαφές ότι ο Νίτσε δύο ρεύματα έχει επεξεργασθεί στον υπεράνθρωπό του. Μια τίμια φιλοσοφική παράδοση από την οποία και σήμερα διδασκόμαστε και ένα κοινωνιολογικό δαρβινικό και ευγονικό ρεύμα. Γεγονός είναι ότι ο Νίτσε χαρακτήρισε τον υπεράνθρωπο ως την υπέρβαση του μηδενισμού. Ο υπεράνθρωπός του διακρίνεται από το φυσιολογικό άνθρωπο όχι γιατί διαθέτει ιδιαίτερο εγκέφαλο ή πλήθος μυώνων ή σύστημα ανοσίας ιδιαίτερο, αλλά γιατί μπορεί να ζήσει τη ζωή με εντεταλμένο σκοπό, δηλαδή ηθική, και αντί να αμφιβάλει, να καταφάσκει αιώνια τη ζωή. Αυτή είναι για το Νίτσε η αποστολή του αληθούς, του έντιμου, του κυρίως μοντέρνου ανθρώπου.

Κατά τα λοιπά ο υπεράνθρωπος δεν είναι το αντίθετο κάποιου υπάνθρωπου, αλλά ο αντίκτυπος του κυρίως ανθρώπινου (allzu menschlichen), που σήμερα μπορούμε να τον ταυτίσουμε με τον υπερκαταναλωτικό άνθρωπο. (Ο υπεράνθρωπος βρήκε την ευτυχία και «αστράφτει κεραυνοβολώντας». Ένα όμως είναι σαφές. .Ότι ο υπεράνθρωπος του Νίτσε παραμένει απλά μια επιθυμητή εικόνα, φιγούρα, ή με το στόμα του Νίτσε «η προσευχή εκείνων που ζητούν τη χάρη να γίνουν οι τρελοί του θεού.».

 

Και τώρα στο Μανώλη Αλυγιζάκη.

Η αφόρμησή του είναι το νιτσεϊκό πνεύμα και το κήρυγμα του θανάτου του θεού που κηρύσσει ο «Παράφρονας» του Νίτσε (με τη σύντομη συγκεκριμένη διήγηση σε δική μου μετάφραση θα μου επιτρέψετε να κλείσω στο τέλος τη σημερινή μου παρουσίαση). Το θεό που πέθανε

Και τον «θάψαμε χθες το απόγευμα χωρίς τραγούδια και παιάνες, δίχως κλαυθμούς και μοιρολόγια», όπως χαρακτηριστικά ξεκινάει στο πρώτο του ποίημα ο ποιητής.

Ο νιτσεϊκός θάνατος του θεού και η έλευση του υπεράνθρωπου με ευάρμονα ποιητική έκφραση έχουν ως αφετηρία βιωματικά γεγονότα της ζωής ως ερέθισμα και ο ποιητικός τρόπος του Αλυγιζάκη κάνει παραστατική τη λειτουργία κάθε γεγονότος που υπονοείται πίσω από την έκφραση. Η επιδίωξή του είναι η διείσδυση του αναγνώστη στην ψυχική λειτουργία κάθε ιστορούμενου γεγονότος και κάθε σκηνικής αναπαράστασης, αφού όλα τα ποιήματα είναι γεμάτα με εκφραστικές εικόνες που ο αναγνώστης μπορεί να αναπλάσει τη στιγμή – βίωμα του ποιητή.

Με την ποιητική μορφή του Αλυγιζάκη ο αναγνώστης πορεύεται σε κόσμο συναισθηματικά φορτισμένο σε εκτύλιξη σκέψεων που γίνονται ορόσημα ζωής, είτε πρόκειται για τύψεις για το θάνατο του θεού που μας άφησε «ακόμα πιο φτωχούς» (ποίημα Προδοσία), είτε δίνεται ανάγλυφα ο ξεπεσμός του σύγχρονου ανθρώπου «άνοιξε του Αιόλου τον ασκό και εξαπόλυσε τις αμαρτίες, τη χαζομάρα, την προδοσία, τη χρεοκοπία των ηθών» (ποίημα Θαύμα), είτε προσφέρει την ελπίδα που ένοιωσε ο άνθρωπος ότι «είχε έρθει η ώρα για να φανερωθεί ο υπεράνθρωπος μ΄όλη τη δύναμή του, με την απλότητα των χρυσανθέμων και με του κατωφλιού την ταπεινοφροσύνη» (ποίημα Εμφάνισις), είτε με absurd τρόπο μας μιλάει για «άλογη λογική» στην αναζήτηση του «μυστικού της ανθρωπότητας» (ποίημα Ανακάλυψις), είτε προβάλλεται ο «ξεπεσμένος εγωισμός του ανθρώπου που ξεκίνησε από το ναρκισσισμό του» (ποίημα Χρέος) και τον οδήγησε να «τεμαχίσει το χρόνο με μέτρο δανεικό και έτσι να θανατώσει το θάνατο, ένα απλό της σκέψης δημιούργημα» (ποίημα Παιδεμός), είτε συνυπάρχουν μαζί ο φόβος και ο θαυμασμός για τον υπεράνθρωπο, τύραννο, όπως αποκαλείται (ποίημα Μουσική) που όμως η παντοδύναμη ματιά του αγκαλιάζει ολόκληρη τη γη, και εδώ ο ποιητής κάνει το βήμα κόντρα στην παράδοση, τις φοβίες, προλήψεις και δεισιδαιμονίες  (ποίημα Σκιάχτρο). Θα ισορροπήσει όμως και θα κηρύξει αισιοδοξία που ξεπετάγεται ως «συνωμοσία όλων των ανθρώπων» που στο σκοτάδι ξάφνου διακρίνουν πάνλαμπρο το δικό τους φως και στρέφονται και ευελπιστούν τον ουρανό ν’  αγγίξουν. Αυτή η αισιοδοξία θα εκφραστεί με προσμονή από την παιδική κιόλας ηλικία εκείνων που πιθυμούσαν τη γνώση και ένιωσαν από την πρώτη τους νιότη το ανάβρυσμα που φέρνει ο υπεράνθρωπος (ποίημα Πρώτος Πόνος).

Τα πρότυπα ανθρώπων του Αλυγιζάκη  είναι εκείνοι που ζουν μόνο και μόνο για να χαθούν, προκειμένου να φθάσουν την άλλη όχθη, όσοι περιφρονούν τα πάντα, γιατί λατρεύουν το πέρασμα στην άλλη όχθη. Έτσι εκφράζεται η αναζήτηση του κάτι άλλου, του πνευματικού.

Δεν θα παραλείψει ο Αλυγιζάκης, στο πνεύμα της Παρμενίδιας προσωκρατικής φιλοσοφίας (τα άκριτα φύλα του Παρμενίδη, ο ανυποψίαστος όχλος) να αναφερθεί και σε όσους «γεννήθηκαν και η ώρα να πεθάνουν έφθασε και δεν κατάλαβαν ποτέ ποιος ο σκοπός και ποιο το νόημα». Στον Αλυγιζάκη αρέσουν «όσοι βασανίζουν το θεό τους, επειδή τον αγαπούν» (εδώ κάνω σχετική ανάλυση με το δεδομένο ότι γνωρίζαμε μόνο ότι ο θεός παιδεύει εκείνους που αγαπάει) και τον ενδιαφέρει «του κεραυνού ο προάγγελος, η βαριά σταλαματιά από τα μαύρα σύννεφα που είναι ο υπεράνθρωπος». Και εδώ χρησιμοποιεί την περίφημη ποιητική εικόνα από τον Πρόλογο του Ζαρατούστρα «Αγαπώ όλους εκείνους που είναι όπως οι χοντρές σταγόνες, που πέφτουν μοναχικές από τo μαύρo σύννεφο, που κρέμεται πάνω από τον άνθρωπο: προφητεύουν ότι ο κεραυνός έρχεται και ως προφήτες αφανίζονται».

Προς το τέλος των ποιημάτων θα βρούμε πολλές ρήσεις και εικόνες του Νίτσε, όπως για την αιώνια επιστροφή ή την παρομοίωση ότι εμείς είμαστε το τεντωμένο σχοινί που πάνω μας θα περπατούσε ο υπεράνθρωπος: « Εμείς οι πρίγκιπες κι εμείς οι επαίτες, οι μισαλλόδοξοι κι οι αλτρουιστές, εμείς τα πρόβατα, εμείς και τα λιοντάρια, οι κοινωνικοί και οι ασκητές, εμείς οι μύστες και εμείς οι μυημένοι, εμείς οι σχοινοβάτες και εμείς οι Υπεράνθρωποι».

 

Η μορφή της ροής και της κατάταξης των ποιημάτων είναι αποτρεπτική κάθε στατικής ηρεμίας και οδηγεί σε κράτος εγρήγορσης. Με την καλλιεπή και κομψότεχνη γραφίδα του, με εύροια λόγου ανεκζήτητη και ενάργεια ύφους συναυξάνεται με το δικό του προσωπικό αφηγηματικό πλούτο γνώσης που διεισδύει στη λειτουργία της έκθεσης της σκέψης του για να την αναβιβάσει σε υψηλό επίπεδο.

Με ερέθισμα το βίωμα και όπλα το ποιητικό ύφος, την αναζήτηση των λέξεων και τον πλούτο γνώσης αναπαριστά τον προβληματισμό και αναστοχασμό του για υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου, εύληπτα. Γιατί ο λόγος του είναι δυνητικός υφολογικά με πλαστουργική δύναμη, μεταμορφώνεται με διεργασία εννοιών, διακλαδώνεται σε ατραπούς υπαρξιακής ερμηνευτικής, γνώρισμα του είναι η συναισθηματική αλλά και έλλογη υπαρξιακή ταραχή στη σύνολη ρότα των συσχετισμών και στον αγώνα για ποιητική έκφραση και εκδίπλωση.

 

Τα ποιήματα είναι γεμάτα με εικόνες με ιδιαίτερη περιγραφική έκφραση, που έχεις το αίσθημα ότι τις  βλέπεις μπροστά σου ολοζώντανες και συμμετέχεις στο δρώμενο, αναζητώντας να γνωρίσεις τι είναι αυτός ο υπεράνθρωπος. Η προοπτική της φιλοσοφικής προσέγγισης στο στοχασμό του ποιητή οδηγεί σε μορφή εποπτικής  θέασης του κόσμου με απορίες και αντιπαραθέσεις με τη θρησκευτική-κοινωνική πραγματικότητα και με αναγκαίο υπαρκτικό προσανατολισμό που υπαγορεύει η κοινωνική ευταξία. Κάτι που σίγουρα δεν είναι αποτέλεσμα και θήραμα ευκολίας, αλλά ενεργητική βούληση του δύσβατου. Επί πλέον οι ορφικοί συμβολισμοί που χρησιμοποιούνται αφυπνίζουν πνευματικά και είναι πρόκληση για περαιτέρω αναστοχασμό.

 

Τα ποιήματα του Αλυγιζάκη είναι γεμάτα λέξεις, λέξεις με ιδιαίτερο νόημα, βάθος και πρωτοτυπία, λέξεις ουσιαστικά , σπάνια χρησιμοποιεί επίθετα, λέξεις ρήματα που κάνουν τη γραφή δυναμική, για τη ματαιότητα, την αποκάλυψη, την ανακάλυψη, την περιπλάνηση, τη μουσική, την ανταμοιβή, την υπόσχεση, την ανεξαρτησία, την αρετή, το πνεύμα, την ανάμνηση, την περιπέτεια, τη δικαιοσύνη, την προσευχή, τη λήθη, την απληστία, λέξεις για το νεκροθάφτη, τον ιερέα, το δάσκαλο, το γιατρό, το φιλόσοφο, τέλος τον ποιητή.

Γραφή με υπαινιγμούς και συμβολισμούς, γραφή με πνεύμα αναζήτησης και ανησυχία για το ποιος είναι ο υπεράνθρωπος και πως θα τον απαντήσουμε και αυτό χωρίς αθώους συναισθηματισμούς. Κάθε ποίημα κρύβει πίσω του και μια ιστορία και στο τέλος κάθε ποιήματος στις δύο πρώτες ενότητες προστίθεται ένα επιμύθιο, όπου ο ποιητής καταγράφει σύντομα το ποιοι άνθρωποι του αρέσουν.

Οι στίχοι του ποιητή ξεχειλίζουν από πόνο, πρόκειται για τον πόνο του κόσμου, όπως λέγει ο Ρίλκε, τον πόνο ενός κόσμου μετέωρου που βρίσκεται σε σύγχυση και δεν έχει όραμα, γι’  αυτό και αδρανοποιείται. Και η φωνή του Αλυγιζάκη εδώ είναι φωνή κόντρα στην αδιαφορία. Η φωνή του ξεπηδάει από την πικρή συνειδητοποίηση της καταδυνάστευσης των αξιών.

 

Και θα μου επιτρέψετε, όπως είπα στην αρχή, να κλείσω με τον ΠΑΡΑΦΡΟΝΑ του Νίτσε που αναγγέλλει το θάνατο του Θεού σε δική μου μετάφραση από τα γερμανικά, δημοσιευμένη στο βιβλίο μου «Ηθική της οικολογικής συνείδησης».

 

~Νικόλ Γεωργοπούλου Λιαντίνη, καθηγήτρια φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα, Σεπτέμβριος, 2017

 

ÜBERMENSCH — A REVIEW, by Nicol Georgopoulos Liantinis, professor of philosophy, Kapodistrian University of Athens

 

I chose to focus in Manolis Aligizakis’ poetry book ÜBERMENSCH.

 

The term Übermensch belongs to Nietzsche and to his book Thus Spoke Zarathustra. Manolis Aligizakis has been inspired by Nietzsche’s view of the Übermensch and using his soul searching means he justifies his poetic presentation the way he understands the concept of Übermensch. Yet, let us first take a look at Nietzsche’s Übermensch in order to approach Manolis’ work better.

The term Übermensch characterizes a person of high intellect, a person happy in the world we live, opposite the average, modern man, the “good person” the “Christian”, who in the mouth of Zarathustra becomes a very difficult term to understand. Nietzsche’s man as an idealistic type of higher human quality than the everyday men turns out to be something between the “saint” and the “genius”.

To this day the researchers and interpreters of Nietzsche’s works haven’t yet concluded and still debate on the conceptual perception of the term Übermensch. It is clear though that Nietzsche has combined two different trends when it came to his Übermensch. One straight and honest philosophical tradition from which we still learn things today and a sociological Darwinian and eugenic trend; in fact Nietzsche named his Übermensch the man beyond nihilism with his Übermensch differing from the ordinary man not because he has a special brain nor because of his gigantic muscles nor because of his certain biological advantage that defends against all diseases and viruses, but because he can live a life with a delegated goal, and instead of doubting everything he agrees with all forms of life on earth. For Nietzsche all this is the true mission of man, of the honest man, and especially the modern man. Other than that Übermensch isn’t the opposite to the world but a true semblance of the essential man (allzu menschlichen) who we can categorize today with the over consumeristic man. Übermensch discovered happiness in striking like a lightning bolt and at the same time shining in his best. However one thing is clear: Übermensch simply remains a desired image, a shapely figure of man who, in the words of Nietzsche represents the prayer of those who ask for the favor to become the jokers of God.

Now let us look at Manolis’ Übermensch. Manolis’ spurting in Nietzsche’s mind and catechism with the death of God: and we buried him yesterday with no songs, no paeans, nor lamentations, as the poet characteristically starts in his first poem. The death of God, according to Nietzsche, and the appearance of the Übermensch with Manolis’ harmonious poetic expressions have as a base the poet’s own life experiences and as a result his poetic ways function as true expressions of each event of his life that lurks behind each image. Manolis’ goal at this point is to slowly push the reader into the his own psychic mode of each presented event and of each scenic representation since each poem is full of expressive images which the reader can re-experience as momentary life events.

With the poetic style of Manolis Aligizakis the reader is led in a world emotionally charged with the unfolding of ideas that become landmarks such as the regret for the death of god who left us we were still here and we were still poor in the poem TREASON or when the downfall of the modern man is presented as they opened the lid of Aeolus’ bag and let all hell loose: our sins scattered to the four corners of the galaxy, dumbness and treachery and moral bankruptcy in the poem MIRACLE, or when he offers hope to man who felt that deeply we sensed the time had come, that He would appear, Übermensch, with all His power in the chrysanthemums’ simplicity, and in the humility of the house flagstone, in the poem MANIFESTATION, or when in an absurd way he talks to us about illogical logic of one who could still discover the secret of humanity in a word in the poem DISCOVERY, or when it presents their defeated ego which started because of their devout narcissism, in the poem DUTY, which lead the poet to divide time with borrowed measurements and annulled death with his creative thoughts, in the poem ORDEAL, or when the concepts of fear and admiration for Übermensch co-exist as in the poem MUSIC and where His almighty glance encompassed the whole earth. Here the poet makes his move opposite traditions, fears, and superstitions in order to balance his cosmos and declare his optimism that springs up from conspiracy of the people who suddenly see their own bright light and they hope to reach the heavens. This optimism will be expressed in the anticipation of those who since their childhood yearned for knowledge and in their youth felt the renewal that Übermensch brings.

The prototypes of people Manolis creates are those who live only to be destroyed in order to reach the other shore, those who despise everything for they seek to pass over to the other side. This way the poet underscores the need in searching for something else, for something spiritual.

Manolis won’t refrain from underlining the pro-Socratic philosophy (Parmenides’ illogical leaves, the unsuspecting mass of people) and from referring to all those who were born and time comes for them to die and they never understood what was the goal and what the meaning. Aligizakis likes those who torture their god because they love him and he finds interest in the man who resembles a heavy raindrop from the dark cloud that is nothing other than Übermensch. And here the poet uses the poetic image from the prologue of the Thus Spoke Zarathustra I love those who resemble heavy drops of rain that slowly fall from the black clouds that cover men, the forerunners of thunderbolt who vanish like the thunderbolt.

Toward the end of the poems we find a few of Nietzsche’s sayings and images such as the Eternal Recurrence or the image of people being the stretched rope onto which Übermensch will walk and finally we find Manolis’ philosophical declaration at the end of the book in the poem EPODE where he promotes: we the princes and we the beggars, the bigots and the altruists, we the sheep and we the lions, the socialites and the hermits, we the initiates and we the initiated, the ropewalkers and the Übermenschen.

The style of the poet and the flow of his poems work against every static serenity and lead to raptures as the poet’s calligraphic style and rich evocative imagery in addition to the personal narrating style and wide knowledge lead the reader into the liturgical display of the poet’s mind that elevates the poems to unreachable heights.

Manolis uses his personal experiences as a tool that guides his personal writing style to the search for words that represent his wonder and contemplative mind gazing existential issues of today’s society. And this because his images are dynamic, of a certain, personal style and continuously evolve leading the poet to cross roads of explanations, faculty of seasoned poets who reach levels of intellect only some can reach. The poems are full of images with rich descriptive elements that the reader feels as if he sees them alive in front of him, full of expressiveness and dynamism that lead him to his search for Übermensch. The poet’s technique and philosophical approach guide the reader to a view of the world as if from above yet leave him full of questions and debates regarding the today’s sociological-religious reality and his place in society that demands of him a preapproved behaviour, something that undoubtedly leads the citizen to the corner forcing him to consider rebellion. The poet’s use of Orphic symbolism leave the reader with contemplative mood and dare him to further delve into such thoughts.

Manolis’ poems are filled with words, words with idiosyncratic meaning, depth and originality, substantive words, he rarely uses adjectives, words-verbs that turn his writing into a dynamic mix, words that refer to futility, revelation, discovery, wandering, music, reward, promise, independence, virtue, spirit, memory, adventure, justice, prayer, forgetfulness, greediness, words about the undertaker, the priest, the teacher, the doctor, the philosopher, and finally the poet.

Pain overflows in these verses and the pain we mention is none other than Rilke’s pain, the pain of a world that exists in its meteoric position, a world in flux and always confused, a world that lacks vision and henceforth it falls into the trap of indifference.

Manolis’ writing is full of symbolism and hints, it is the writing of the searching mind that wonders who the Übermensch may be and how we may be able to seek and reach Him and all this without any simpleminded sentimentalisms. Each poem hides a story inside it and at the end of each poem the poet adds the flatulence where he recounts who are his favored people.

Übermensch can be termed as an unusual poetry book yet a book with a clear vision and an optimistic point of view of the world and life in general.

 

~Nicol Georgopoulos Liantinis, professor of philosophy, Kapodistrian University of Athens.

Ritsos_front large

ΤΕΛΙΚΗ ΚΑΤΑΦΑΣΗ

 

Πώς μπλέχτηκαν τα πάντα, αυτόχειρες, ήρωες, μετανάστες, λεωφορεία,

καράβια απ’ την ανατολή, τραίνα απ’ τη δύση, λαχειοπώλες, σημαίες,

φοιτητικές εξεγέρσεις, αγάλματα, τεράστιες αφίσες,

πρατήρια βενζίνας, φιλοτελιστές, το ποδόσφαιρο, μπουκωμένοι σωλήνες,

διαρρήξεις Τραπεζών, κοσμηματοπωλείων, παιδεραστές, χαφιέδες—

θήραμα ο άνθρωπος του ανθρώπου, παιδί μου,—έτσι έλεγε—και πού

να κρύψεις

σε μια ρωγμή του θανάτου ένα ποίημα;—γιατί κι ο θάνατος, βλέπεις,

έχει κι αυτός τις ρωγμές του και τις παραλείψεις του, την ώρα

που μια γυναίκα βγαίνει απ’ το λουτρό δροσερή κι αναμμένη

και βάφει με βαθιά προσοχή τα παπούτσια του αντρός της στο μπαλκόνι

έχοντας λησμονήσει στην τσατσάρα της μια τούφα απ’ τα βρεγμένα

μαλλιά της.

 

 

 

FINAL AFFIRMATION

 

How everything got tangled up, suicidal men, heroes, émigrés, buses,

ships from the orient, trains from the west, lottery vendors, flags,

university upheavals, statues, huge billboards

gas stations, stamp collectors, football, the plugged pipes,

burglaries of Banks, of jewelry stores, pedophiles, informers –

man is the prey of another man, my child –this he said – and how

can you hide

the poem in a crack of death? – because, you see, even death

has its cracks and its omissions, at the time

when the woman comes out of the bath fresh and fired up

and with utmost attention she polishes her husband’s shoes

on the balcony, having forgotten her comb with a piece of

her damp hair.

 

 

Γιάννη Ρίτσου-Ποιήματα/Μετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη

Yannis Ritsos-Poems/Translated by Manolis Aligizakis

www.libroslibertad.com

www.manolisaligizakis.com

www.ekstasiseditions.com

 

Ritsos_front large

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ (απόσπασμα)

IV

Τράβηξαν ολόισια στην αυγὴ με την ακαταδεξιὰ του ανθρώπου που πεινάει,
μέσα στ᾿ ασάλευτα μάτια τους είχε πήξει ένα άστρο
στον ώμο τους κουβάλαγαν το λαβωμένο καλοκαίρι.

Απὸ δω πέρασε ο στρατὸς με τα φλάμπουρα κατάσαρκα
με το πείσμα δαγκωμένο στα δόντια τους σαν άγουρο γκόρτσι
με τον άμμο του φεγγαριού μες στις αρβύλες τους
και με την καρβουνόσκονη της νύχτας κολλημένη μέσα στα ρουθούνια και στ᾿ αυτιά τους.

Δέντρο το δέντρο, πέτρα-πέτρα πέρασαν τον κόσμο,
μ᾿ αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο.
Φέρναν τη ζωὴ στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.

Σε κάθε βήμα κέρδιζαν μία οργιὰ ουρανὸ – για να τον δώσουν.
Πάνου στα καραούλια πέτρωναν σαν τα καψαλιασμένα δέντρα,
κι όταν χορεύαν στήν πλατεία,
μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια και κουδούνιζαν τα γυαλικὰ στα ράφια.

Ά, τί τραγούδι τράνταξε τα κορφοβούνια –
ανάμεσα στα γόνατα τους κράταγαν το σκουτέλι του φεγγαριού και δειπνούσαν,
και σπάγαν το αχ μέσα στα φυλλοκάρδια τους
σα να `σπαγαν μία ψείρα ανάμεσα στα δυο χοντρά τους νύχια.

Ποιὸς θα σου φέρει τώρα το ζεστὸ καρβέλι μες στη νύχτα να ταίσεις τα όνειρα;
Ποιὸς θα σταθεί στον ίσκιο της ελιάς παρέα με το τζιτζίκι μη σωπάσει το τζιτζίκι,
τώρα που ασβέστης του μεσημεριού βάφει τη μάντρα ολόγυρα του ορίζοντα
σβήνοντας τα μεγάλα αντρίκια ονόματα τους;

Το χώμα τούτο που μοσκοβολούσε τα χαράματα
το χώμα που είτανε δικό τους και δικό μας – αίμα τους – πὼς μύριζε το χώμα –
και τώρα πὼς κλειδώσανε την πόρτα τους τ᾿ αμπέλια μας
πῶς λίγνεψε το φως στις στέγες και στα δέντρα
ποιὸς να το πει πως βρίσκονται οι μισοὶ κάτου απ᾿ το χώμα
κ᾿ οι άλλοι μισοὶ στα σίδερα;

Με τόσα φύλλα να σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα
με τόσα φλάμπουρα να λάμπει ο ουρανὸς
και τούτοι μες στα σίδερα και κείνοι μες στο χώμα.

Σώπα, όπου να `ναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Αυτὸ το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.
Κάτου απ᾿ το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε της καμπάνας το σκοινὶ – περμένουνε την ώρα, δεν κοιμούνται,
περμένουν να σημάνουν την ανάσταση. Τούτο το χώμα
είναι δικό τους και δικό μας – δε μπορεί κανεὶς να μας το πάρει.

 

ROMIOSINI (Excerpt)

 

IV

 

They went straight to dawn with the haughty air of the hungry

a star had curdled in their motionless eyes

on their shoulders they carried the injured summer

 

This way the army went with banners glued onto their flesh

with stubbornness bitten by their teeth like an unripe wild pear

with the moon-sand under their heavy boots and with the coal dust of night

glued in their nostrils and their ears.

 

Tree by tree stone by stone they passed the world

with thorns as pillows they spent their sleep

τhey carried life like a river in their parched hands.

 

With every step they won a yard of sky – to give it away

On watch they turned to stone like the conflagrated trees

and when they danced in the plaza ceilings shook inside the houses

and the glassware clinked on the shelves

 

Ah what songs shook the mountain peaks – as they held between their legs

the earthen dish of the moon and had their dinner

and broke the sigh amid their heart pleats like they would break a louse

with their thick nails.

 

Who will now bring you the warm loaf of bread

that you may feed the night with dreams?

Who will stand in the olive tree’s shade to keep the cicadas company

that they won’t go silent now that the whitewash of noon hour paints

all around the horizon a stone wall erasing their great manly names?

 

This soil that was so fragrant at dawn the soil that was theirs and ours –

their blood – how fragrant the soil was –

and now how our vineyards have locked their doors

how the light has thinned on roofs and trees –

who would have said that half of them are under the earth and the other half in jail?

 

With so many leaves the sun greets you good morning and the sky shines

with so many banners and these are in jail and those lie under the earth.

 

Silence that any time now the bells will chime;

This soil is theirs and ours.

 

 

Under the earth in their crossed hands they hold the bell rope – waiting for the hour

they don’t sleep they don’t die, they wait to ring the resurrection.

This soil is theirs and ours – no one can take it from us

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ: 1550-2017, μετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη, Ekstasis Editions, Victoria, BC, 2018

NEO — HELLENE POETS, An Anthology of Modern Greek Poetry: 1550-2017, translated by Manolis Aligizakis, Ekstasis Editions, Victoria, BC, 2018