ΤΟ ΑΓΓΙΓΜΑ
Καθώς προχωρούσα στό διάδρομο, είδα μέ τρόμο, ότι η ρωγμή
στόν τοίχο είχε μεγαλώσει καί δέν τήν σκέπαζε πιά η πανοπλία πού
βάζαμε μπροστά, ετοίμασα λοιπόν, τά πράγματά μου, μά έπρεπε
πρώτα ν’ αποχαιρετίσω εκείνο τό γέρο, ερχόταν τίς νύχτες κρυφά
καί μάς διηγόταν τήν ατέλειωτη γλύκα αυτού τού μάταιου κόσμου,
ώσπου, σιγά σιγά, ύστερα από τόση εγκατάλειψη σχεδόν πιά δέ
φαινόμουν, καί μόνο τά παλιά πορτρέτα μέ γνώριζαν, γιατί ήταν κι
εκείνα αθέλητα μέσα στόν κόμσο, όμως, τά βράδια, αυτό τό άγγιγ-
μα βέβαια φανταστικό, αλλά στό τέλος πάντα νικούσε, κι έστρεφα
τά μάτια μόλο πού δέν ήταν κανείς, «είστε εδώ;» ρώταγα — τί
άλλο μπορούσα νά κάνω.
TOUCH
As I walked in the hallway, in horror I saw that the crack
on the wall was bigger and the armour we placed before it
didn’t cover it anymore so I prepared my things, but first
I had to say goodbye to that old man who secretly came at night
and told us about the endless sweetness of this futile world,
until, slowly after so much abandonment I was almost
invisible and only the old portraits recognized me because
they were also unwillingly in the world however at night
this touch, imaginary of course though at the end always
victorious and I turned my eyes although no-one was
around “are you here” I would ask—what else could
I do?