Posts Tagged ‘μοίρα’

Γιώργος Σεφέρης – αποσπάσματα από την αλληλογραφία στην αγαπημένη του Μαρώ

«…Ποτέ δε φανταζόμουν πως θα μπορούσα ν’ αγαπήσω έτσι. Μου είναι αδύνατο να σου εξηγήσω τι είναι αυτό το τρομερά δυνατό και ζωντανό πράγμα που κρατώ μέσα στην ψυχή μου και μέσα στη σάρκα μου. Είμαι κάποτε σαν τρελός από τον πόνο και αισθάνομαι πως όλοι οι άλλοι μου δρόμοι έξω απ αυτόν τον πόνο, είναι κομμένοι. Πως μόνο απ΄ αυτόν μπορώ πια να περάσω.»
«Καληνύχτα, αγάπη, έλα στον ύπνο μου.
Ποτέ δεν έρχεσαι στον ύπνο μου. Σε συλλογίζομαι τόσο πολύ τη μέρα.»
«κι αν σου γράφω έτσι που σου γράφω, δεν είναι για να με καταλάβεις, αλλά για να με νιώσεις λίγο πιο κοντά σου όπως , αν ήταν βολετό να σε χαϊδέψω. Τίποτε άλλο»
«Άκουσα τον εαυτό μου να ψιθυρίζει «Θεέ μου πόσο την αγαπώ» κι αμέσως έπειτα μια ιδέα θανάτου φανερώθηκε κοντά κοντά μ’ αυτή τη φράση. Δυό πράγματα θα μπορούσαν να με σώσουν όπως είμαι τώρα. Να σ’ έχω, είτε να κινδυνέψω τη ζωή μου. Δυστυχώς είμαι περιτριγυρισμένος από άπειρη ασφάλεια και το άλλο δε γίνεται, γιατί εγώ δε το θέλω να γίνει, όπως τουλάχιστον έχω πείσει τον εαυτό μου»
«Όλες αυτές τις μέρες σε συλλογίζομαι χωρίς μια στιγμή διακοπή. Κάθε δουλειά με συνέχεια μού είναι αδύνατη. Είσαι εκεί πάντα μπροστά στα μάτια μου, με κρατάς προσηλωμένο. Κάποτε μέσα στην αδειανή μου παλάμη έρχεται κι ακουμπά το μικρό σου στήθος. Είναι ένας βαθύς και μυτερός πόνος ως την άκρη της καρδιάς»
«ας σε κρατήσω κι έπειτα όλα θα είναι καλά…αγαπημένη μου αγάπη»
«όταν αγαπά κανείς και δεν έχει τον άνθρωπο του, πρέπει να βρεί τρόπο να μην ξυπνά ποτέ του…»
«…μου λείπεις. Σε πήρε το τραίνο και σε πάει όλο και πιο μακριά. Μια βραδιά χαμένη, χαμένη αφού δεν είσαι κοντά μου…»
«..είμαι πονεμένος σ’ όλες τις μεριές και στο σώμα και στο πνεύμα. Δεν μπορώ να κάνω έναν συλλογισμό στοιχειώδη χωρίς να ρθεις ξαφνικά να τον κόψεις..»
«μου φαίνεται πώς κάθε γράμμα είναι το τελευταίο, και πως, αν δε σου δώσω ό,τι μπορώ να σου δώσω σε μια στιγμή, δε θα μπορέσω να σου το δώσω ποτέ.»
«τέτοια ώρα πριν ένα χρόνο ξεκίνησα να σ΄εύρω. Φανερώθηκες μέσα από ένα τίποτε-θυμάσαι; δεν μπορούσα να εξηγήσω από πού βγήκες. Ένας χρόνος και τι μαρτύριο. Σε θέλω. Ας ήσουν εδώ, ας παρουσιαζόσουν όπως εκείνη την αυγή κι ας με κάρφωναν έπειτα με τα εφτά καρφιά πάνω στα σανίδια του παραθύρου που είναι μπροστά μου..»
http://www.authormanolis.wordpress.com

 

ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ

Ήξερε τί παράσταιναν οι διαδοχικές του μεταμφιέσεις
(συχνά κι αυτές αναχρονιστικές και πάντα αόριστες)
τον ξιφομάχο, τον κήρυκα, τον ιερέα, τον σκοινοβάτη,
τον ήρωα, το θύμα, τον νεκρό, την Ιφιγένεια. Δεν ήξερε
εκείνον που μεταμφιεζόταν. Τα πολύχρωμα κοστούμια του
σωρός στο πάτωμα, καλύπτοντας την τρύπα του πατώματος,
και στην κορφή του σωρού το λαξευμένο, χρυσό προσωπείο,
και μες στο κούφωμα του προσωπείου το αχρησιμοποίητο πιστόλι.

THE UNKNOWN

He knew what his successive disguises stood for
(even them often out of time and always vague)
a fencer, a herald, a priest, a rope walker,
a hero, a victim, a dead, Iphigenia. He didn’t know
the one he disguised himself as. His colorful costumes
pile on the floor, covering the hole of the floor,
and on top of the pile the carved golden mask,
and in the cavity of the mask the unfired pistol.
ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ

Με το φθινόπωρο ακούσαμε ξανά κάτω απ’ τις καμάρες
το κέρας των αρχαίων κυνηγών. Ο ραβδοσκόπος καθόταν στην
πόρτα.
Μπροστά στο Διοικητήριο έκαιγαν τους χαρταητούς. Λίγο πιο πέρα,
μονάχο το άγαλμα, γυμνό, τρέμοντας όλο πάνω στο βάθρο του,
(αυτό που τόσα είχα τραβήξει ώσπου να γίνει άγαλμα), αυτό,
ολότελα πια λησμονημένο, μελετούσε κρυφά, μέσα στην πέτρα,
ένα καινούργιο, εκπληχτικό διασκελισμό, που να επισύρει
την προσοχή των κυνηγών, του κρεοπώλη, του φούρναρη, της χήρας,
διαψεύδοντας ό,τι περσότερο είχε ονειρευτεί: την άσπιλη εκείνη,
την ένδοξή του, τη μαρμάρινη, την αναπαυτικά εσταυρωμένη ακι-
νησία.
DEAD END

In the fall we heard the ancient hunters’ horns
blare under the arches. The dowser
sat by the door.
In front of Government House they burned kites. Farther on
the statue was alone, naked, completely shivering on its pedestal,
(the one that had endured so much to become a statue),
now, totally forgotten, secretly contemplating in the rock
of a new amazing straddle, that would draw
the hunters’ attention, the butcher’s, the baker’s, the widow’s,
disproving what it had dreamed the most: its unblemished,
its glorified the made-of-marble comfortably crucified
motionlessness.

http://www.authormanolis.wordpress.com
http://www.libroslibertad.ca
http://www.ekstasiseditions.ca

George Seferis_cover

George Seferis’ Speech at the Nobel Banquet at the City Hall in Stockholm, December 10, 1963 (Translation)

I feel at this moment that I am a living contradiction. The Swedish Academy has decided that my efforts in a language famous through the centuries but not widespread in its present form are worthy of this high distinction. It is paying homage to my language – and in return I express my gratitude in a foreign language.

I hope you will accept the excuses I am making to myself. I belong to a small country. A rocky promontory in the Mediterranean, it has nothing to distinguish it but the efforts of its people, the sea, and the light of the sun. It is a small country, but its tradition is immense and has been handed down through the centuries without interruption. The Greek language has never ceased to be spoken. It has undergone the changes that all living things experience, but there has never been a gap. This tradition is characterized by love of the human; justice is its norm. In the tightly organized classical tragedies the man who exceeds his measure is punished by the Erinyes. And this norm of justice holds even in the realm of nature.

«Helios will not overstep his measure»; says Heraclitus, «otherwise the Erinyes, the ministers of Justice, will find him out». A modern scientist might profit by pondering this aphorism of the Ionian philosopher. I am moved by the realization that the sense of justice penetrated the Greek mind to such an extent that it became a law of the physical world. One of my masters exclaimed at the beginning of the last century,

«We are lost because we have been unjust» He was an unlettered man, who did not learn to write until the age of thirty-five. But in the Greece of our day the oral tradition goes back as far as the written tradition, and so does poetry. I find it significant that Sweden wishes to honour not only this poetry, but poetry in general, even when it originates in a small people. For I think that poetry is necessary to this modern world in which we are afflicted by fear and disquiet. Poetry has its roots in human breath – and what would we be if our breath were diminished? Poetry is an act of confidence – and who knows whether our unease is not due to a lack of confidence?

Last year, around this table, it was said that there is an enormous difference between the discoveries of modern science and those of literature, but little difference between modern and Greek dramas. Indeed, the behaviour of human beings does not seem to have changed. And I should add that today we need to listen to that human voice which we call poetry, that voice which is constantly in danger of being extinguished through lack of love, but is always reborn. Threatened, it has always found a refuge; denied, it has always instinctively taken root again in unexpected places. It recognizes no small nor large parts of the world; its place is in the hearts of men the world over. It has the charm of escaping from the vicious circle of custom.

I owe gratitude to the Swedish Academy for being aware of these facts; for being aware that language which are said to have restricted circulation should not become barriers which might stifle the beating of the human heart; and for being a true Areopagus, able «to judge with solemn truth life’s ill-appointed lot», to quote Shelley, who, it is said, inspired

Alfred Nobel, whose grandeur of heart redeems inevitable violence. In our gradually shrinking world, everyone is in need of all the others. We must look for man wherever we can find him. When on his way to Thebes Oedipus encountered the Sphinx, his answer to its riddle was: «Man». That simple word destroyed the monster. We have many monsters to destroy. Let us think of the answer of Oedipus.

~From Nobel Lectures, Literature 1901-1967, Editor Horst Frenz, Elsevier Publishing Company, Amsterdam, 1969

 

Γιῶργος Σεφέρης – Ὁμιλία κατὰ την ἀπονομὴ του Νόμπελ Λογοτεχνίας στη Στοκχόλμη

 

Τούτη την ώρα αἰσθάνομαι πως είμαι ο ίδιος μία ἀντίφαση. Ἀλήθεια, η Σουηδικὴ Ἀκαδημία, έκρινε πως η προσπάθειά μου σε μία γλώσσα περιλάλητη επὶ αιώνες, αλλὰ στην παρούσα μορφή της περιορισμένη, άξιζε αυτὴ την υψηλὴ διάκριση. Θέλησε να τιμήσει τη γλώσσα μου, και να – εκφράζω τώρα τις ευχαριστίες μου σε ξένη γλώσσα. Σας παρακαλώ να μου δώσετε τη συγνώμη που ζητώ πρώτα -πρώτα απὸ τον εαυτό μου.
Ανήκω σε μία χώρα μικρή. Ένα πέτρινο ἀκρωτήρι στη Μεσόγειο, που δεν έχει άλλο ἀγαθὸ παρὰ τὸν αγώνα του λαού, τη θάλασσα, και το φως του ήλιου. Είναι μικρὸς ο τόπος μας, αλλὰ η παράδοσή του είναι τεράστια και το πράγμα που τη χαρακτηρίζει είναι ότι μας παραδόθηκε χωρὶς διακοπή. Η ἑλληνικὴ γλώσσα δεν έπαψε ποτέ της να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετὶ ζωντανό, ἀλλὰ δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα. Άλλο χαρακτηριστικὸ αὐτής της παράδοσης είναι η ἀγάπη της για την ἀνθρωπιά, κανόνας της είναι η δικαιοσύνη. Στην ἀρχαία τραγωδία, την οργανωμένη με τόση ακρίβεια, ο άνθρωπος που ξεπερνά το μέτρο, πρέπει να τιμωρηθεί απὸ τις Ερινύες.
Όσο για μένα συγκινούμαι παρατηρώντας πώς η συνείδηση της δικαιοσύνης είχε τόσο πολὺ διαποτίσει την ελληνικὴ ψυχή, ώστε να γίνει κανόνας του φυσικού κόσμου. Κι ένας απὸ τους διδασκάλους μου, των αρχών του περασμένου αιώνα, γράφει: «… θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε …». Αυτὸς ο άνθρωπος ήταν ἀγράμματος. Είχε μάθει να γράφει στα τριάντα πέντε χρόνια της ηλικίας του. Αλλὰ στην Ελλάδα των ημερών μας, η προφορικὴ παράδοση πηγαίνει μακριὰ στα περασμένα όσο και η γραπτή. Το ίδιο και η ποίηση. Είναι για μένα σημαντικὸ το γεγονὸς ότι η Σουηδία θέλησε να τιμήσει και τούτη την ποίηση καὶ όλη την ποίηση γενικά, ακόμη και όταν ἀναβρύζει ἀνάμεσα σ᾿ ένα λαὸ περιορισμένο. Γιατί πιστεύω πως τούτος ο σύγχρονος κόσμος όπου ζοῦμε, ο τυραννισμένος απὸ το φόβο και την ανησυχία, τη χρειάζεται την ποίηση. Η ποίηση έχει τις ρίζες της στην ανθρώπινη ανάσα – και τί θα γινόμασταν άν η πνοή μας λιγόστευε; Είναι μία πράξη ἐμπιστοσύνης – κι ένας Θεὸς το ξέρει άν τα δεινά μας δεν τα χρωστάμε στη στέρηση εμπιστοσύνης.
Παρατήρησαν, τον περασμένο χρόνο γύρω απὸ τούτο το τραπέζι, την πολὺ μεγάλη διαφορὰ ανάμεσα στις ανακαλύψεις της σύγχρονης ἐπιστήμης και στη λογοτεχνία. Παρατήρησαν πως ανάμεσα σ᾿ ένα ἀρχαίο ελληνικὸ δράμα κι ένα σημερινό, η διαφορὰ είναι λίγη. Ναι, η συμπεριφορὰ του ανθρώπου δε μοιάζει να έχει αλλάξει βασικά. Και πρέπει να προσθέσω πως νιώθει πάντα την ανάγκη ν᾿ ακούσει τούτη την ανθρώπινη φωνὴ που ονομάζουμε ποίηση. Αυτὴ η φωνὴ που κινδυνεύει να σβήσει κάθε στιγμὴ απὸ στέρηση αγάπης και ολοένα ξαναγεννιέται. Κυνηγημένη, ξέρει ποὺ νά ῾βρει καταφύγιο, απαρνημένη, έχει το ένστικτο να πάει να ριζώσει στοὺς πιο απροσδόκητους τόπους. Γι᾿ αυτὴ δεν υπάρχουν μεγάλα και μικρὰ μέρη του κόσμου. Το βασίλειό της είναι στις καρδιὲς όλων των ανθρώπων της γης. Έχει τη χάρη ν᾿ αποφεύγει πάντα τη συνήθεια, αυτὴ τη βιομηχανία. Χρωστώ την ευγνωμοσύνη μου στη Σουηδικὴ Ακαδημία που ένιωσε αυτὰ τα πράγματα, που ένιωσε πως οι γλώσσες, οι λεγόμενες περιορισμένης χρήσης, δεν πρέπει να καταντούν φράχτες όπου πνίγεται ο παλμὸς της ανθρώπινης καρδιάς, που έγινε ένας Άρειος Πάγος ικανὸς να κρίνει με αλήθεια επίσημη την άδικη μοίρα της ζωής, για να θυμηθώ τον Σέλλεϋ, τον εμπνευστή, καθὼς μας λένε, του Αλφρέδου Νομπέλ, αυτοῦ του ανθρώπου που μπόρεσε να εξαγοράσει την αναπόφευκτη βία με τη μεγαλοσύνη της καρδιάς του.
Σ᾿ αυτὸ τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν᾿ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.
Όταν στο δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτὴ του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλὴ λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλὰ τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα.

~www.wikipedia.org

35774-tl

OLD SONG

The garden railings are wet from the rain like the poor who
are left outside
but as night falls a flute or a star speaks for the whole
universe —
when we were children we would hide under the stairs and when
we would come out we had left behind a royal fate
silence makes the world bigger, sorrow more just
and later as young men we hugged the first tree and
narrated our past to it
joyless days that you’ve passed yet you’ve left behind an emotional
memory
and I who was crazy for the future now in agony I observe the movement
of the clock’s fingers.

Until one night a man goes along the road singing.
Where have you heard this song before? You don’t remember.
Yet nostalgia of all you dreamed off shivers in that song. You
stand by the window
and listen as if enchanted. And suddenly at the turn of the road
the song stops. Everything vanishes. Quiet.
And what you’ll do now?

ΠΑΛΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Τα κάγκελα του κήπου υγρά απ’ τη βροχή σαν τους φτωχούς που
τους αφήνουν έξω
αλλά καθώς βραδιάζει ένα φλάουτο κάπου ή ένα άστρο συνηγορεί
για όλη την ανθρωπότητα —
σαν ήμασταν παιδιά κρυβόμαστε κάτω απ’ τη σκάλα κι όταν βγαί-
ναμε είχαμε αφήσει εκεί ένα βασιλικό πεπρωμένο
η σιωπή κάνει τον κόσμο πιο μεγάλο η θλίψη πιο δίκαο
κι αργότερα νέοι αγκαλιάσαμε το πρώτο δέντρο και του διηγηθή-
καμε τα περασμένα
άχαρες μέρες που φύγατε κι όμως αφήσατε μια ανάμνηση συγκινη-
τική
κι εγώ που υπήρξα τρελός για το αύριο κοιτάζω τώρα με αγωνία να
προχωρούν οι λεπτοδείχτες στα ρολόγια.

Ώσπου μια νύχτα ένα διαβάτης περνάει στο δρόμο τραγουδώντας.
Πού έχεις ξανακούσει το τραγούδι αυτό; Δε θυμάσαι.
Κι όμως η νοσταλγία όλων όσων ονειρεύτηκες τρέμει μες στο τρα-
γούδι. Στέκεσαι στο παράθυρο
κι ακούς σα μαγεμένος. Κι άξαφνα σε κάποια στροφή του δρόμου το
τραγούδι σβήνει. Όλα χάνονται. Ησυχία.
Και τώρα τί θα κάνεις;

~Tasos Livaditis, translated by Manolis Aligizakis, Libros Libertad, 2014

George Seferis_cover

FIRES OF ST JOHN

Our fate, spilled lead, it can’t be altered
you can do nothing about it.
They spilled the lead in the water pitcher under the stars
and let the fires burn.

If you stand naked before the mirror at midnight
you see
you see the man moving through the mirror’s depth
your destined man, who will rule your body
in loneliness and in silence, the man
of loneliness and silence
and let the fires burn.

At the hour when one day ends and the other hasn’t commenced
at the hour when time is stopped
you need to find the man
who now and from the very beginning ruled your body
you must search for him, so that someone else may find him
when you are dead.

It’s the children who light the fires and yell before the fires
in the hot night
(Was there ever a fire not started by a child,
oh, Herostratus)
and they throw salt in the flames to sparkle it
(How strange the houses suddenly stare at us
the crucibles of men, when the gleam of fire
falls on them).

But you who met with the stone’s grace on the sea-whipped rock
the evening when stillness came
you heard from afar the human voice of solitude and silence
in your body
that night of St John
when all the fires went out
and you studied the ashes under the stars.

ΦΩΤΙΕΣ ΤΟΥ ΑΪ ΓΙΑΝΝΗ
Η μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δεν μπορεί ν’ αλλάξει
δεν μπορεί να γίνει τίποτε.
Έχυσαν το μολύβι μέσα στο νερό κάτω από τ’ αστέρια κι
ας ανάβουν οι φωτιές.

Αν μείνεις γυμνή μπροστά στον καθρέφτη τα μεσάνυχτα
βλέπεις
βλέπεις τον άνθρωπο να περνά στο βάθος του καθρέφτη
τον άνθρωπο μέσα στη μοίρα σου που κυβερνά
το κορμί σου
μέσα στη μοναξιά και στη σιωπή τον άνθρωπο
της μοναξιάς και της σιωπής
κι ας ανάβουν οι φωτιές.

Την ώρα που τέλειωσε η μέρα και δεν άρχισε η άλλη
την ώρα που κόπηκε ο καιρός
εκείνον που από τώρα και πριν από την αρχή κυβερνούσε
το κορμί σου
πρέπει να τον εύρεις
πρέπει να τον ζητήσεις για να τον εύρει τουλάχιστο
κάποιος άλλος, όταν θα `χεις πεθάνει.

Είναι παιδιά που ανάβουν τις φωτιές και φωνάζουν
μπροστά στις φλόγες μέσα στη ζεστή νύχτα
(Μήπως έγινε ποτές φωτιά που να μην την άναψε
κάποιο παιδί, ώ Ηρόστρατε)
και ρίχνουν αλάτι μέσα τις φλόγες για να πλαταγίσουν
(Πόσο παράξενα μας κοιτάζουν ξαφνικά τα σπίτια
τα χωνευτήρια των ανθρώπων, σαν τα χαϊδέψει κάποια
ανταύγεια).

Μα εσύ που γνώρισες τη χάρη της πέτρας πάνω στο
θαλασσόδαρτο βράχο
το βράδυ που έπεσε η γαλήνη
άκουσες από μακριά την ανθρώπινη φωνή της μοναξιάς
και της σιωπής
μέσα στο κορμί σου
τη νύχτα εκείνη του Αϊ Γιάννη
όταν έσβησαν όλες τις φωτιές
και μελέτησες τη στάχτη κάτω από τ’ αστέρια.
~George Seferis-Collected Poems, translated by Manolis Aligizakis, Libros Libertad, 2012

http://www.libroslibertad.ca
http://www.authormanolis.wordpress.com