Archive for December, 2013

35774-tl

ΤΑ ΚΑΡΦΙΑ

          Σκέφτομαι, κάποτε, σέ μιά ιδιαίτερη ώρα, νά διηγηθώ όλες τίς

λεπτομέρειες, πώς, λόγου χάρη, άρχισε αυτή η αθεράπευτη αρρώ-

στια στόν απέναντι τοίχο ή γιά εκείνη τή γυναίκα στό πάρκο, πού

ήταν ολόκληρη καρφωμένη πάνω στό παγκάκι, καί λέω καρφωμένη

χωρίς ίχνος υπερβολής, τά καρφιά εξείχαν σάν μικρά κουμπιά πάνω

απ’ τά ρούχα της, ενώ η τσάντα μέ την ταυτότητά της κυλούσε

μές στό ρυάκι, γιά νά μήν ξέρουμε τίποτα γι αυτήν, κι όπως ανέ-

βηκα στή σοφίτα πού μού `χαν παραχωρήσει γιά τή νύχτα, είδα

πώς είχαν μετακομίσει, καί δέν έμενε παρά λίγο άχυρο, επειδή

είχαν πάντα τό φόβο τού ξεπεσμού, κι ήταν στιγμές πού όλοι περί-

μεναν τό αναπόφευκτο, κι όταν νύχτωνε ήρεμα, ησύχαζαν, γιατί

εκείνοι δέν πηγαινοέρχονταν στό διάδρομο, νά δούν ακριβώς πίσω

απ’ τήν πόρτα τού βάθους.

         Γι’ αυτό κι εγώ κρατιέμαι παράμερα, μέ τήν ελπίδα να ξαναβρώ

εκείνη τή χαμένη ψυχή.

 

 

 

 

 

THE NAILS

     Sometimes, that special hour, I think of narrating all the details:

how, for example, this incurable disease started on the opposite wall

or about that woman in the park, whose body was nailed on the bench,

and I say this without exaggeration, the nails protruded from her cloths

like small buttons, while her purse with her identity card floated down

the creek, that we couldn’t find out anything about her, and as I

went up to the loft they allotted to me for the night, I discovered they

had moved and only hay was left behind, because they always had

the fear of comedown, and there were moments when everyone

anticipated the inescapable and when the night fell serenely, they

quietened down, because the others weren’t going back and forth

in the hallway to look behind the door at the far end.

     For this I’ve stayed on the sidelines, with the hope of rediscovering

that lost soul.

Τάσος Λειβαδίτης-Εκλεγμένα Ποιήματα/Μετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη

Tasos Livaditis-Selected Poems/Translated by Manolis Aligizakis

filloroes

ΦΥΛΛΟΡΡΟΕΣ-FYLOROES, ΕΝΕΚΕΝ, 2013

 

       Ο Ελληνοκαναδός Μανώλης Αλυγιζάκης έχει γράψει τρία μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, καθώς και άρθρα, διηγήματα και μελέτες στα αγγλικά και στα ελληνικά. Η πρόσφατη ποιητική συλλογή του ‘Φυλλορροές’ απαρτίζεται από υπαρξιακά, ερωτικά και κοινωνικοπολιτικά θέματα, με στενή αναφορά στην καθημερινότητα αλλά και σε σπουδαία ιστορικά γεγονότα. Το συναίσθημα ρέει πλούσια σε όλη τη συλλογή. Εκφράζεται μέσα από θέματα όπως η αγάπη, ο έρωτας, η απιστία, η απώλεια και το αίσθημα του ανεκπλήρωτου, η αναζήτηση της ουσίας της ζωής, τα υψηλά ιδανικά, και η έλλειψη ελευθερίας. Το χαρακτηριστικό ύφος ενισχύεται από τον ήχο και τον ρυθμό, που δένουν αρμονικά με το περιεχόμενο. Μια μελαγχολική διάθεση διατρέχει το σύνολο των ποιημάτων, δίνοντας τον τόνο στην πάλη μεταξύ αισιοδοξίας και απαισιοδοξίας: «…κι είπε -/ θέλω να σπείρω/ τούτο το χώμα απ’ την αρχή/ με μια σοδειά νέων ιδεολόγων…» («Νωχελικό απόγευμα»).

       Η γραφή, αν και κάποιες φορές στα όρια του πεζού λόγου, διανθίζεται από ιδιαίτερα ποιητικά στοιχεία. Τεχνικές όπως η επανάληψη και ο διασκελισμός τονίζουν το νοηματικό περιεχόμενο δίνοντας ζωντάνια στη συλλογή. Παρόμοιο αποτέλεσμα επιτυγχάνεται από τις λεπτομερείς περιγραφές, τις πλούσιες εικόνες και τη μουσικότητα του λόγου. Το θέμα της ύπαρξης αναφέρεται στον θάνατο, στο βάρος της ζωής και στο νόημά της, στο γήρας, στο αναπόφευκτο και τη μοίρα, στην παρακμή. Τα ερωτικά ποιήματα εκθέτουν μια γκάμα συναισθημάτων όπως ο πόθος, η χαρά, η θλίψη, η διάψευση, η προδοσία, η παρακμή, η απομάκρυνση του ζευγαριού και η συμβατικότητα της συνύπαρξης. Παρά τον πόνο και την απογοήτευση που συνδέονται με τον έρωτα, ο ποιητής τον θεωρεί το πιο ουσιαστικό συστατικό της ζωής: «…κι αφήνω στη στιγμή την έρευνά μου/ για κάτι ασύλληπτο ή ιδεατό/ και δίχως λέξη βιαστικά γυρνώ/ στο αισθησιακό σου φίλημα.» («Ανακάλυψη»).

      Οι κοινωνικοπολιτικές ανησυχίες εκφράζονται μέσα από θέματα όπως ο πολιτικός αγώνας, η αυτοθυσία των συντρόφων και η ήττα, η ιστορία και το σήμερα, η σχέση της Εκκλησίας με τον πόλεμο, προβληματισμοί και προβλέψεις για το μέλλον, η Ελλάδα, η αθλιότητα της ζωής στην πόλη, η καταστροφή, η σωτηρία, η απόδοση δικαιοσύνης, ο ποιητής/η ποιήτρια μπροστά στην πολιτική πραγματικότητα. Στο τέλος κάποιων ποιημάτων ο Μανώλης Αλυγιζάκης θέτει δυνατά ερωτηματικά, ερωτηματικά που μοιάζουν να αποτελούν από μόνα τους τις απαντήσεις: «…Κι αναρωτιέσαι/ κάνουμε άραγε κάτι σωστό/ ή όλα βαδίζουν ίσια προς την κόλαση;» («Ρουτίνα»). Άλλες φορές το κλείσιμο των ποιημάτων παραπέμπει σε σημαντικά ερωτήματα: «…Κι ένας μικρός σπουργίτης/ καθισμένος στο κλαδί/ συνθέτει το πρωινό του ποίημα και/ τα φτερά του ψαλιδίζοντας γράφει,/ αυτά δεν μου χρειάζονται πια» («Σπουργίτες»). Η ποιητική συλλογή διακρίνεται από ευαισθησία για τις ανθρώπινες καταστάσεις και από έντονο κοινωνικό προβληματισμό, στηρίγματα πολύτιμα μέσα στη γενική συναισθηματική νέκρωση και την ακραία βαρβαρότητα που βιώνουμε.

 

        Greek Canadian author Manolis Aligizakis has written three novels, numerous collections of poetry, articles and short stories in both Greek and English. His latest poetry book “Filloroes” consists of existential, erotic and sociopolitical themed poems with clear relation to everyday as well as to historical events. Emotions flow freely throughout the book. They are expressed via images of love, lust, unfaithfulness, loss and the feeling of the unaccomplished, search for the meaning of life, high ideals and the lack of freedom. The poet’s style and idiom are accentuated by his rhythm that is tied harmoniously with the content. Certain melancholy runs through the majority of the poems and underscores the battle between optimism and pessimism: “I want to plough/this ground all over/with a crop of new idealists…” (Saunter).

        The style of the book, sometimes resembling prose, is accented by poetic conventions such as repetition, and the striding of verse that bring the poems to life. Similar result is shown by detail descriptions, rich imagery and musicality of the verse. The existential poems deal with death, weight of life and its meaning, old age, the inescapable end, fate, decadence. The erotic poems display a mixture of emotions such as desire, joy, sadness, denial, betrayal, loneliness and the convention of relationships. Although pain and disappointment are imbued in Eros the poet still considers it the most important variant of life: “and I leave my search/for something inconceivable/ or imaginary/and with no other word/I return/to your sensual loving.”(Discovery).

        Social-political issues such as political struggle, sacrifice of comrades, defeat, history up to today, relation of the church to war, wondering and vision of a future Greece, the misery of city life, destruction, salvation, justice, the poet/poetess before today’s reality, are subjects of these poems. Sometimes at the end of some poems Manolis poses questions that are themselves the answers to such questions: “And you wonder/are we truly making progress/or careening brakeless of-ramps to Hell?” (Routine). Other times the poems lead to serious questioning: “and the young sparrow/sits on the branch and/clipping his wing feathers writes/no need for these anymore” (Sparrows). The collection is imbued by sensitivity toward the everyday human situations and is filled by serious questioning about the emotional death of today’s social landscape and the brutality we live in.

 

Αφροδίτη Γιαννάκη, ΕΝΕΚΕΝ, 2013/Aphroditi Giannakis, ENEKEN, 2013

 

 

 

Ritsos_front large

ΕΛΕΝΗ

Δέ θάθελες νά σημάνω τό κουδούνι, νά σού φέρουν κάτι; — λίγο βύσ-

         σινο

ή λίγο νεραντζάκι, —  ίσως νά μένει κάτι στά μεγάλα βάζα

ζαχαρωμένο πιά, πηγμένο — άν βέβαια, κάτι έχουν αφήσει

οι λαίμαργες δούλες. Τά τελευταία χρόνια, καταπιανόμουν μονάχη

μέ τά γλυκίσματα — τί άλλο νά κάνεις;

                            Ύστερα απ’ τήν Τροία, — η ζωή μας στή Σπάρτη

πολύ πληχτική — σωστή επαρχία: Όλη μέρα κλεισμένοι μές στά

          σπίτια,

ανάμεσα στά στριμωγμένα λάφυρα τόσων πολέμων, κι οι μνήμες,

ξέθωρες κ’ ενοχλητικές, νά σέρνονται ξωπίσω σου, μές στόν καθρέ-

          φτη

όταν χτενίζεις τά μαλλιά σου, ή μέσα στήν κουζίνα, νά προβαίνουν

μές απ’ τούς λιπαρούς ατμούς τής χύτρας και ν’ ακούς μέ τό νερό

          πού κοχλάζει

κάτι δακτυλικούς εξάμετρους από κείνη τήν Τρίτη Ραψωδία

ενώ ένα πετεινός φωνάζει παράταιρα, κάπου σιμά, απ’ τό κοττέ-

          τσι τού γειτόνου.

Τήν ξέρεις δά τή μονότονη ζωή μας. ΄Ώς κ’ οι εφημερίδες

ίδιες στό σχήμα, στό μέγεθος, στούς τίτλους, — δέν τίς διαβάζω

          πιά. Κάθε τόσο

σημαίες στά μπαλκόνια, εθνικές τελετές, στρατιωτικές παρελάσεις

σαν κουρντισμένες — μόνο τό ιππικό διατηρούσε κάτι το αυτοσχέ-

         διο,

κάτι προσωπικό — εξαιτίας τών αλόγων ίσως. Σηκωνότανε σύννε-

         φο η σκόνη

κλείναμε τα παράθυρα — νά κάθεσαι ύστερα νά ξεσκονίζεις ένα ένα

βάζα, κουτάκια, κορνίζες, πορσελάνινα αγάλμάτια, καθρέφτες,

         μπουφέδες.

HELEN

Wouldn’t you like me to ring the bell to bring you something? – some

         sweet black cherries

or a bit of candied bitter orange peel – perhaps I still have some left

in the big jars turned into congealed sugar by now – if of course the

greedy servants have left some. The last years I’ve been making

sweets – what else could one do?

                                              After Troy – our life in Sparta was

so boring – really isolated. All day long closed inside

          the houses

amid the crowded loot of so many wars and memories

faded and annoying, that crawled behind you in the

          mirror

while you combed your hair or in the kitchen, they rose up

from greasy steam of the pot and you hear from within

         boiling water

some dactylic hexameters from that Third Rhapsody

while a rooster crows discordant nearby from the neighbor’s

          coop.

 

You surely know how monotonous our life is. Even the

          newspapers

have the same shape and size – I don’t read them

          anymore. Every so often

flags on the balconies, national celebrations, army parades of

wound-up soldiers – only the cavalry maintained something

         improvised,

something personal – perhaps because of the horses. Dust would

         rise like a cloud

we closed the windows – what’s the use: after all one had to dust

one by one all the vases, little boxes, porcelain statuettes, mirrors,

         buffets.

 www.libroslibertad.com

 

Ritsos_front large

ΕΛΕΝΗ

Ναί, ναί, — εγώ είμαι. Κάτσε λίγο. Κανένας πιά δέν έρχεται. Κον-

            τεύω

νά ξεχάσω τά λόγια. Κι ούτε χρειάζονται. Πλησιάζει θαρρώ τό κα-

            λοκαίρι

σαλεύουν αλλιώς οι κουρτίνες — κάτι θέλουν νά πούν, — ανοησίες.

           Η μιά τους

έχει βγεί κιόλας έξω απ’ τό παράθυρο, τραβιέται, νά σπάσει τούς

           κρίκους,

νά φύγει πάνω απ’ τά δέντρα, — ίσως κιόλας νά ζητάει νά τραβήξει

ολόκληρο τό σπίτι κάπου αλλού — μά τό σπίτι αντιστέκεται μ’ όλες

          τίς γωνιές του

καί μαζί του κ’ εγώ, παρ’ ότι νιώθω, εδώ καί μήνες, ελευθερωμένη

απ’ τούς νεκρούς μου κι απ’ τόν ίδιο τόν εαυτό μου, κι αυτή μου η

          αντίσταση,

ακατανόητη, αθέλητη, ξένη, είναι τό μόνο δικό μου — ο δεσμός μου

μέ τούτο τό κρεββάτι, μέ τούτη τήν κουρτίνα — είναι κι ο φόβος

          μου, σά νά κρατιέμαι

ολόσωμη απ’ αυτό τό δαχτυλίδι μέ τή μαύρη πέτρα πού φοράω στό

          δείχτη.

Αυτή τήν πέτρα περιεργάζομαι τώρα, σέ απέραντες ώρες, μέσα

         στή νύχτα —

μαύρη, χωρίς ανταύγειες — μεγαλώνει, μεγαλώνει, γεμίζει

μαύρα νερά, — τά νερά πλημμυρίζουν, ψηλώνουν, βουλιάζω,

όχι στόν κάτω βυθό, σ’ έναν επάνω βυθό, από εκεί πάνω

διακρίνω χαμηλά τήν κάμαρά μου, εμένα, τή ντουλάπα, τίς δούλες

νά διαπληκτίζονται άφωνες, βλέπω τή μιά ανεβασμένη

σ’ ένα σκαμνί νά καθαρίζει τό τζάμι απ΄τή φωτογραφία τής Λήδας

μέ ύφος τραχύ, εκδικητικό, βλέπω τό ξεσκονόπανο ν’ αφήνει

μιάν ουρά σκόνη από λεπτές φυσαλίδες πού ανεβαίνουν καί σπάζουν

μέ σιωπηλό μουρμουρητό γύρω στούς αστραγάλους μου ή στά γό-

         νατά μου.

HELEN

Yes, yes, – it’s me. Sit down for a while. No one comes around anymore.

          I almost

forget the words. Not that they are needed. I think summer is almost

          here

the curtains stir in a different way – as if to say something – stupidities

         One of them

has already gone out the window pulling as though to break

         the rings

to fly over the trees – perhaps to take the whole house

someplace else – but the house resists with all

         its corners

and me along, although I’ve felt these last few months liberated

from my dead people and from myself and this resistance

        of mine

incomprehensible, unintentional, not mine, the only thing I have –

        my bond

with this bed, with this curtain – and it’s my fear as if

        my whole body

is anchored by this ring with the black stone I wear on my

        pointer finger

 

Now I examine this stone closely in the endless hours

        of the night –

black, without any reflections – it grows, it grows, it fills up

with black waters – the waters overflow, rise; I sink

not to the bottom, but on an upper bottom and from there

I discern down below my room, myself, the closet, servant girls

argue speechless; I see one of them standing

on a stool and with a rough spiteful expression cleans the glass

of Leda’s picture; I see the dusting cloth leaving behind

a trail of dust made of delicate bubbles that rise and burst

with a silent murmur around my ankles or

       knees

 

 

Γιάννη Ρίτσου-Ελένη/Μετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη

Yannis Ritsos-Helen/Translated by Manolis Aligizakis

Ritsos_front large

Εδώ, όσο σιγά κι άν περπατήσω μές στήν άχνα τής βραδιάς,

Είτε μέ τίς παντούφλες, είτε ξυπόλητη,

κάτι θά τρίζει, — ένα τζάμι ραγίζει ή κάποιος καθρέφτης,

κάποια βήματα ακούγονται, — δέν είναι δικά μου.

Έξω, στό δρόμο μπορεί νά μήν ακούγονται τούα τά βήματα, —

η μεταμέλεια, λένε, φοράει ξυλοπάπουτσα, —

κι άν κάνεις νά κοιτάξεις σ’ αυτόν ή στόν άλλο καθρέφτη,

πίσω απ’ τή σκόνη καί τίς ραγισματιές,

διακρίνεις πιό θαμπό καί πιό τεμαχισμένο τό προσωπό σου,

τό πρόσωπό σου πού άλλο δέ ζήτησες στή ζωή παρά νά το κρατήσεις

     καθάριο κι αδιαίρετο.

Τά χείλη τού ποτηριού γυαλίζουν στό φεγγαρόφωτο

σάν κυκλικό ξυράφι — πώς νά τό φέρω στά χείλη μου;

όσο κι άν διψώ, — πώς νά τό φέρω; — Βλέπεις;

έχω ακόμη διάθεση γιά παρομοιώσεις —αυτό μού απόμεινε,

αυτό μέ βεβαιώνει ακόμη πως δέ λείπω.

Άφησέ με νάρθω μαζί σου.

 

Here no matter how lightly I walk in the haze of evening

whether in slippers or barefoot

something will creak — a window cracks or a mirror

some footsteps are heard — they are not mine.

Perhaps these footsteps are not heard outside in the street

the repentance, they say, wears wooden shoes—

and if you see them in this or the other mirror

beyond the dust and the cracks

you’ll discern your face even hazier and more fragmented

your face that above all you wanted to maintain clear

       and indivisible.

 

The rim of the water glass shines in the moonlight

like a circular razor — how can I bring it to my lips?

When I thirst so much — how can I bring it? – You see?

I am still in the mood for similes – this has stayed with me

this still assures me that I am not absent.

Let me come with you.

 

ΓιάννηΡίτσουΗΣονάτατουΣεληνόφωτος/Yannis Ritsos-Moonlight Sonata

Μετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη/Translated by Manolis Aligizakis

 

www.libroslibertad.com