ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΟΝ ΙΣΚΙΟ ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ
UNDER THE SHADOW OF THE MOUNTAIN
Εγώ είχα δει γυμνά τ’ αγάλματα των θεών, κι ήξερα
πόσο τρωτοί ήταν όλοι τους, — τ’ αγάλματα
στιλπνά και φρίσσοντα μες στο καταμεσήμερο
με τις μεγάλες σκιές του σώματός τους σα μαχαίρια
μπηγμένα στο ίδιο τους το σώμα, ή, τα βράδια,
να λευκάζουν αχνά μες στο σκοτάδι, απρόσιτα κι άυλα
αν κι από πέτρα και κάλλος. Πεθαίνουν κι εκείνοι κι εκείνα
ίσως νωρίτερα από μας κι ίσως ακόμη βαθύτερα
γιατί δεν το γνωρίζουν.
Ώρες ώρες
παρατηρούσα τον πατέρα που γερνούσε — πάντα ωραίος,
όμως λιγότερο ευκίνητος και δυνατός —μια άλλη ωραιότητα—
κι έβλεπα κάτω απ’ το δέρμα του τη μορφή του θανάτου
να εισπνέει με τα λεπτά ρουθούνια του, σαν με τα βράγχια
ενός μακριού, αόρατου ψαριού που έπλεε στο αίμα του
απομυζώντας το, ή άλλοτε έβλεπα
εφαρμοσμένη κιόλας πάνω στη μορφή του
χρυσή, τραγική, απαρασάλευτη, εξαίσια,
την απαστράπτουσα προσωπίδα του θανάτου.
I had seen naked statues of gods, and knew how
vulnerable they all were — the smooth and horrified
statues at high noon, with their great shadows of their
bodies or at night when their vague white shine
in the darkness, unapproachable and fleshless even
if made of stone and beauty. They too die, and them,
perhaps earlier than us and even perhaps deeper since
they don’t know this.
I watched father for hours as he aged — always
handsome, yet less flexible and strong — a different
beauty — and under his skin I noticed the shape
of death breathing through his thin nostrils, like
the gills of a long, invisible fish that floated in
its blood sucking it or I noticed the gleaming,
golden, tragic, motionless, superb mask of death
exactly pressed on his face.
Μετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη//Translated by Manolis Aligizakis