ΚΑΘΗΚΟΝ
Κάποια στιγμή αναγνώρισα το καθήκον μου
ποίημα που χρειάστηκε να κρυφτεί
πίσω απ’ το άσπρο της σελίδας
στα τρία μου δάχτυλα αλλοιώσιμο
και σαν από ψηλά αντίκρυζε τον κόσμο
τούτο του μυαλού μου το αθάνατο
ενώ στεκόμουν μπρος στο μέλλον μου
στο χέρι μου η μάσκα κι αναρωτήθηκα
γιατί με περιγέλασε ο Εωσφόρος, μοιχός
που ήμουν της σάρκας νομισματική αξία
πισσώδες κι αχυρένιο εργαλείο
μέσο κοινωνικής προώθησης
βορά σαρκοφάγων ζώων που μοστράριζαν
μουστάκια και λείους δυνατούς βραχίονες
που κουβαλούσαν λαγήνια δροσερά
εκεί που το κορμί ξεκούραζα σε ύπνο
ελαφρύ, εσπερινός καλοκαιριού
κυμάτων παφλασμός και λιγοστό το μαύρο
ανάμεσα στίς γάμπες της παρθένας
που αγάπησα μέχρις και του σημείου
μη επιστροφής κι αυτό το γελαστό
καθήκον μου στη μελανή τούτη ζωή μου
Duty
And when finally I met with my duty
even the poem needed to hide
behind the white page
to vanish between my three fingers
to gaze the world from afar
to understand its deathlessness
while I stood before my future
with the mask on hand and I wondered
why the Lucifer mocked me, an adulterer
that I was, numismatic value
of the flesh, cheap and tarry, made of
straw tool for advancement
and used to feed carnivorous beasts
who displayed moustaches
and smooth arms heavy and strong
that carried fresh water pitchers
to where I slept lightly
an evening vesper
whoosh of the waves
little black between the virgin’s legs
that I love
to the point of no return
and this the duty of my leaden life