Posts Tagged ‘summer’

Ritsos_front large

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ (απόσπασμα)

IV

Τράβηξαν ολόισια στην αυγὴ με την ακαταδεξιὰ του ανθρώπου που πεινάει,
μέσα στ᾿ ασάλευτα μάτια τους είχε πήξει ένα άστρο
στον ώμο τους κουβάλαγαν το λαβωμένο καλοκαίρι.

Απὸ δω πέρασε ο στρατὸς με τα φλάμπουρα κατάσαρκα
με το πείσμα δαγκωμένο στα δόντια τους σαν άγουρο γκόρτσι
με τον άμμο του φεγγαριού μες στις αρβύλες τους
και με την καρβουνόσκονη της νύχτας κολλημένη μέσα στα ρουθούνια και στ᾿ αυτιά τους.

Δέντρο το δέντρο, πέτρα-πέτρα πέρασαν τον κόσμο,
μ᾿ αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο.
Φέρναν τη ζωὴ στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.

Σε κάθε βήμα κέρδιζαν μία οργιὰ ουρανὸ – για να τον δώσουν.
Πάνου στα καραούλια πέτρωναν σαν τα καψαλιασμένα δέντρα,
κι όταν χορεύαν στήν πλατεία,
μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια και κουδούνιζαν τα γυαλικὰ στα ράφια.

Ά, τί τραγούδι τράνταξε τα κορφοβούνια –
ανάμεσα στα γόνατα τους κράταγαν το σκουτέλι του φεγγαριού και δειπνούσαν,
και σπάγαν το αχ μέσα στα φυλλοκάρδια τους
σα να `σπαγαν μία ψείρα ανάμεσα στα δυο χοντρά τους νύχια.

Ποιὸς θα σου φέρει τώρα το ζεστὸ καρβέλι μες στη νύχτα να ταίσεις τα όνειρα;
Ποιὸς θα σταθεί στον ίσκιο της ελιάς παρέα με το τζιτζίκι μη σωπάσει το τζιτζίκι,
τώρα που ασβέστης του μεσημεριού βάφει τη μάντρα ολόγυρα του ορίζοντα
σβήνοντας τα μεγάλα αντρίκια ονόματα τους;

Το χώμα τούτο που μοσκοβολούσε τα χαράματα
το χώμα που είτανε δικό τους και δικό μας – αίμα τους – πὼς μύριζε το χώμα –
και τώρα πὼς κλειδώσανε την πόρτα τους τ᾿ αμπέλια μας
πῶς λίγνεψε το φως στις στέγες και στα δέντρα
ποιὸς να το πει πως βρίσκονται οι μισοὶ κάτου απ᾿ το χώμα
κ᾿ οι άλλοι μισοὶ στα σίδερα;

Με τόσα φύλλα να σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα
με τόσα φλάμπουρα να λάμπει ο ουρανὸς
και τούτοι μες στα σίδερα και κείνοι μες στο χώμα.

Σώπα, όπου να `ναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Αυτὸ το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.
Κάτου απ᾿ το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε της καμπάνας το σκοινὶ – περμένουνε την ώρα, δεν κοιμούνται,
περμένουν να σημάνουν την ανάσταση. Τούτο το χώμα
είναι δικό τους και δικό μας – δε μπορεί κανεὶς να μας το πάρει.

 

ROMIOSINI (Excerpt)

 

IV

 

They went straight to dawn with the haughty air of the hungry

a star had curdled in their motionless eyes

on their shoulders they carried the injured summer

 

This way the army went with banners glued onto their flesh

with stubbornness bitten by their teeth like an unripe wild pear

with the moon-sand under their heavy boots and with the coal dust of night

glued in their nostrils and their ears.

 

Tree by tree stone by stone they passed the world

with thorns as pillows they spent their sleep

τhey carried life like a river in their parched hands.

 

With every step they won a yard of sky – to give it away

On watch they turned to stone like the conflagrated trees

and when they danced in the plaza ceilings shook inside the houses

and the glassware clinked on the shelves

 

Ah what songs shook the mountain peaks – as they held between their legs

the earthen dish of the moon and had their dinner

and broke the sigh amid their heart pleats like they would break a louse

with their thick nails.

 

Who will now bring you the warm loaf of bread

that you may feed the night with dreams?

Who will stand in the olive tree’s shade to keep the cicadas company

that they won’t go silent now that the whitewash of noon hour paints

all around the horizon a stone wall erasing their great manly names?

 

This soil that was so fragrant at dawn the soil that was theirs and ours –

their blood – how fragrant the soil was –

and now how our vineyards have locked their doors

how the light has thinned on roofs and trees –

who would have said that half of them are under the earth and the other half in jail?

 

With so many leaves the sun greets you good morning and the sky shines

with so many banners and these are in jail and those lie under the earth.

 

Silence that any time now the bells will chime;

This soil is theirs and ours.

 

 

Under the earth in their crossed hands they hold the bell rope – waiting for the hour

they don’t sleep they don’t die, they wait to ring the resurrection.

This soil is theirs and ours – no one can take it from us

ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ: 1550-2017, μετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη, Ekstasis Editions, Victoria, BC, 2018

NEO — HELLENE POETS, An Anthology of Modern Greek Poetry: 1550-2017, translated by Manolis Aligizakis, Ekstasis Editions, Victoria, BC, 2018

Ritsos_front large

 

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ

 

Το φως είναι απελπιστικό εδώ πέρα. Τούτος ο μήνας άσπλαχνος

δεν επιτρέπει να μην είμαστε δυο. Δεν επαρκείς.

Ο μονότονος κρότος, τα τράμ που στρίβουν στη γωνία

οι μαρμαράδες που κόβουν την πέτρα στο καταμεσήμερο.

 

Πάνω απ’ τη μάντρα φαίνονται στερεότυπες επιτύμβιες στήλες

μαρμάρινα άνθη, μαρμάρινες κορδέλες

ο μπούστος ενός τραπεζίτη

το πρόσωπο ενός παιδιού σκιασμένο απ’ τη φτερούγα ενός

αγγέλου.

 

Σ’ αυτά τα επαγγελματικά γλυπτά ο αττικός ήλιος βάζει τη

σφραγίδα του,

η σκιά προσθέτει απίθανες προεκτάσεις —

γι’ αυτό διόλου παράξενο που χτες τ’ απόγευμα

γυρίζοντας απ’ το γραφείο στο σπίτι σου

κρατώντας το δίχτυ με το ψωμί και τις ντομάτες

διόλου παράξενο που χτες καθώς έγερνε ο ήλιος

συνάντησες στο αλσύλιο τον μαρμάρινον έφηβο

να σεργιανάει αργά και να χαμογελάει.

 

Κάθησες στο παγκάκι της λίμνης, ρίχνοντας το ψωμί σου στα

χρυσόψαρα, κι’ όλη τη νύχτα

παρ’ όλο που είχες μείνει νηστικός δεν πεινούσες καθόλου.

 

 

 

SUMMER IN THE CITY

 

In this place the light is merciless. This heartless month

doesn’t allow us not to be two. You aren’t enough.

The monotonous clank of the streetcars turning the corner

the marble masons cutting stones in high noon.

 

Above the fence-wall you could see the conventional funerary stele

with marble flowers, marble ribbons

the bust of a banker

the face of a child shadowed by an angel’s

wing.

 

On these professional sculptures the Attic sun incises

its seal,

the shadow adds unbelievable extensions –

so it wasn’t strange at all, that yesterday afternoon

returning home from your office

holding the net with bread and tomatoes

not at all strange that yesterday as the sun went down,

in the small park you met the marble ephebe

slowly sauntering and smiling.

 

You sat on a bench by the lake you threw bread to the goldfish

and all night long

though you didn’t have any food you weren’t hungry at all.

 

Γιάννη Ρίτσου-Ποιήματα, Μετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη

Yannis Ritsos-Poems, translated by Manolis Aligizakis

www.manolisaligizakis.com

www.libroslibertad.com

74979_3629791323956_2077615219_n

ΙΔ’

Τώρα,

με το λιωμένο μολύβι του κλήδονα

το λαμπύρισμα του καλοκαιρινού πελάγου

η γλυμνια ολόκληρης της ζωής

και το πέρασμα και το σταμάτημα και το πλάγιασμα

και το τίναγμα

τα χείλα το χαϊδεμένο δέρας,

όλα γυρεύουν να κανούν.

Όπως το πεύκο καταμεσήμερο

κυριεμένο απ’ το ρετσίνι

βιάζεται να γεννήσει φλόγα

και δε βαστά πια την παιδωμή —

φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν τη στάχτη

και να τη σπείρουν.

Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά.

Κι εκείνα ακόμη που δεν πέρασαν

πρέπει να καούν

τούτο το μεσημέρι που καρφώθηκε ο ήλιος

στην καρδιά του εκατόφυλλου ρόδου.

 

 

14

Now

with the melted lead of St John’s festivity,

with the brilliance of summer pelagos,

all the nakedness of life,

and the going beyond and the staying put,

the leaning down and the upsurge,

the lips, the caressed skin,

they all long to be burned.

Like the pine at high noon

overcome by resin

in haste to produce flame

and can’t endure the struggle anymore—

call the children to gather the ash

and spread it.

What has passed, has passed as it was fit.

And even what hasn’t passed yet

must burn

this high noon when the sun is nailed

in the heart of the one hundred-petalled rose.

GEORGE SEFERIS-COLLECTED POEMS, translated by Manolis Aligizakis, Libros Libertad, 2012. Finalist at the National Hellenic Literary Poetry Awards, category-translation, for the year 2012.

 

http://www.manolisaligizakis.com

http://www.libroslibertad.com

 

 

Hear Me Out_cover_Jun9.indd

http://www.spreaker.com/user/6314317/air-play-poetry-corner-hear-me-out

On the Kitchen Counter

Good morning my love,
The day is of course just starting for me, although passed three
in the afternoon, but you see, I dedicate all my night to think of
you as I go to the various bars with my friends.
Yesterday I mused that three months have already gone since we
separated, three months that I haven’t found refuge in that little
dip of your chest. There where I told you it was my secret cave,
where I felt secure.
I mused that lone moment of summer when we lied down on the
beach and the sun burnt us, I dripped a few drops of sea water to
quench the thirst I had for your love.
I get up at noon I return home almost at daybreak.
Empty as always since you left, the house welcomes me with the
radio being on since morning and the lights set on the timer.
Toast and Happy Hippo cheese are my evening meal along with
pills for the hangover.
And tears ready to run down my cheeks.
This will pass, no matter what, it’ll pass.
I remember one time when we returned home after a night
at the bouzoukia, we prepared an omelette and fried bread
because we were hungry.
Then after we ate we left the plates on the table and made love
on the kitchen counter. At daybreak, before we went to bed
hugging each other to go to sleep.
Unique moments! Our love was such, as long as it lasted.
Yet it left a deep scar behind, a scar that refuges to heal and like
a cancer eats me up from within.

Στον πάγκο της κουζίνας

Καλημέρα, αγάπη μου!
Η μέρα βέβαια αρχίζει για μένα τώρα, που είναι πια περασμένες τρεις το μεσημέρι, αλλά βλέπεις, το βράδυ μου το αφιερώνω όλο για να σκέφτομαι εσένα, ενώ τριγυρνάω με αδιάφορες παρέες στα μπαράκια.
Αναλογιζόμουν χτες πως πέρασαν κιόλας τέσσερις μήνες που δεν είμαστε μαζί, που έχω να χωθώ στη λακκουβίτσα του στέρνου σου.
Εκεί που σου ’λεγα πως είναι η μυστική σπηλιά μου, που όταν βρίσκομαι δεν φοβάμαι πια τίποτα και κανέναν.
Θυμήθηκα εκείνη τη μοναδική στιγμή του καλοκαιριού, που όπως ήμασταν ξαπλωμένοι στην παραλία και μας έψηνε ο ήλιος, σου ‘σταξα μέσα της νερό απ’ τη θάλασσα και μετά το ήπια από ’κει, για να ξεδιψάσω τον έρωτά μου για σένα.
Ξυπνάω το μεσημέρι, Γυρίζω σπίτι μου τα ξημερώματα…
Άδειο, όπως πάντα, από τότε που έφυγες, το σπίτι, με καλωσορίζει με το ραδιόφωνο, που παίζει απ’ το πρωί και τα φώτα που ανάβουν με χρονοδιακόπτη, όταν σκοτεινιάζει.
Παξιμάδια, τυρί και Happy Hippo, το βραδινό μου, μαζί με τα χάπια για τον πονοκέφαλο απ’ το αλκοόλ.
Και τα δάκρυα στα μάτια μου, έτοιμα να κυλήσουν στα μάγουλά μου.
Θα περάσει, πού θα πάει! Θα περάσει.
Θυμάμαι μια φορά, που είχαμε γυρίσει ξημερώματα απ’ τα μπουζούκια και πριν κοιμηθούμε, φτιάξαμε ομελέτα και τηγανητό ψωμί, γιατί πεινούσαμε.
Και μετά, αφήσαμε τα πιάτα στο τραπέζι και κάναμε έρωτα στον πάγκο της κουζίνας. Ξημερώματα, πριν πάμε να κοιμηθούμε αγκαλιασμένοι στο κρεβάτι μας.
Στιγμές μοναδικές! Έτσι ήταν όλη η αγάπη μας, όσο κράτησε.
Η αγάπη, όχι η συμβίωση.
Αυτή τράβηξε πολύ κι άφησε πίσω της μια ύπουλη πληγή, που δε λέει να γιατρευτεί και δουλεύει από μέσα, σαν σαράκι.

~HEAR ME OUT, Tzoutzi Mantzourani, translated by Manolis Aligizakis, Libros Libertad, 2015
http://www.libroslibertad.ca

 

ΤΑ ΠΕΝΗΝΤΑ ΕΝΝΕΑ ΤΡΙΣΤΙΧΑ τοῦ παρόντος τόμου ἀποτελοῦν νέα, ἐπαυξημένη καὶ ἀνασυγκροτημένη ἔκδοση τῆς ἑνότητας «Εἰκόνες ἀπὸ μιὰ νέα. Σὰν χάϊκου», τελευταίου μέρους τῆς συλλογῆς Γραφέως Κάτοπτρον (ἐκδ. ὕψιλον/βιβλία, Ἀθήνα 1989). Στὰ σαράντα τρία τρίστιχα ἐκείνης τῆς ἑνότητας προστέθηκαν ἄλλα δεκαέξι τῆς ἴδιας περιόδου, ἀπὸ ὅσα δὲν εἶχαν συμπεριληφθεῖ σ’ ἐκείνη τὴν ἔκδοση. Ὁλόκληρο τὸ ὑλικὸ ἀναδιατάχθηκε σὲ τέσσερις ἑνότητες μὲ σκοπὸ νὰ ἀναδειχτεῖ καλύτερα τὸ ἀφανὲς ἐρωτικὸ ἄνυσμα ποὺ τὸ διέτρεχε.
Ἔτσι στὴν παρούσα ἔκδοση, κάτω ἀπὸ τὸν συμβατικὸ ἐποχικὸ κύκλο Ἄνοιξη – Καλοκαίρι – Φθινόπωρο – Χειμώνας, ἐπιχειρεῖται νὰ ἀποτυπωθοῦν οἱ τέσσερις στιγμὲς τοῦ γήινου ἐρωτικοῦ πάθους: ἡ γέννηση, ἡ κορύφωση, ἡ φθορὰ καὶ ὁ θάνατος. Ἐπειδὴ τὰ τρίστιχα οἰκειοποιοῦνται τὸν τριμερῆ δεκαεπτασύλλαβο ποδισμὸ τῶν χάικου, τὰ ὀνόμασα «Σὰν-Χά¬ϊ-Κου» – μιᾶς καὶ οἱ στίχοι αὐτοὶ πιθανότατα νὰ μὴν ἀνταποκρίνονται στὸ πνεῦμα του, ἐὰν ὑπάρχει κάτι τέτοιο ἐφάπαξ ὁρισμένο.
Διαβάζοντας, ὡστόσο, λίγα χρόνια μετά, στὴν μετάφραση τοῦ Παναγιώτη Εὐαγγελίδη, τὸ βιβλίο Σιγανὴ βροχή (1918) τοῦ Ναγάι Καφού (1879-1959), γραμμένο ἐδῶ καὶ ἕναν αἰώνα, μιὰ στοχαστικὴ ὅσο καὶ συγκινητικὴ ἐλεγεία τῆς ἀπερχόμενης παραδοσιακῆς Ἰαπωνίας, μὲ σταμάτησε τὸ παρακάτω χωρίο, ποὺ σὰν βολικὸ ἄλλοθι τοῦ ἐγχειρήματος μου τὸ προέταξα ὡς ἐπιγραφὴ τοῦ τόμου: Ἂν ἡ σημερινὴ γκέισα παίζει ἀκόμη σαμισὲν εἶναι ἀπὸ παμπάλαιη συνήθεια τοῦ ἐπαγγελματός της. Καὶ τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καὶ μὲ τοὺς ποιητὲς τῆς νέας σχολῆς χάικου, ποὺ ἀπὸ κεῖνο τὸ ποιητικὸ εἶδος δὲν ἔχουν κρατήσει παρὰ μόνο τὸ ὄνομα.
Ἕνα ὄνομα-δάνειο καὶ γιὰ κάποιο ἄλλο βλέμμα ποὺ τὸ νιώθω νὰ συγγενεύει περισσότερο μὲ τὸν οἰκειότερο σὲ μένα κόσμο τῆς ἀρχαιοελληνικῆς ἐρωτικῆς ἀγγειογραφίας ἢ τῶν ἐρωτικῶν μικρογραφιῶν τῆς παλατινῆς ἀνθολογίας ἀποσταγμένο σ’ ἕνα φιαλίδιο δεκαεπτὰ ὅλων κι ὅλων συλλαβῶν.
http://www.tokoskino.wordpress.com