ΑΓΚΥΡΑ
Παλιό σκουριασμένο σκαρί
στο πλάϊ γερμένο
αγκυροβολημένο
μια ζωή ολόκληρη στο τέλμα
αμετακίνητης άγκυρας,
η βόλεψή σου,
μ’ όνειρα για ταξίδια
που δεν έκανες
μα σήμερα να κόψεις
το δεσμό σου αποφάσισες
κι αμίλητος σέρνεις τ’ αρθριτικά
πόδια σου στην ανηφοριά
βήμα το βήμα
στιγμή με τη στιγμή
το ακατόρθωτο να κατορθώσεις
και σαν φτάνεις στην άκρη
του αβυσσαλέου γκρεμού
μια βαθειά ανάσα παίρνεις
και στο κενό αφήνεσαι
τελευταία και μόνη πράξη λευτεριάς
πουλί που ποτέ δεν ήσουν
ξάφνου γίνεσαι
στην ανωνυμία του θανάτου
ANCHOR
Old ravaged hull
leaning on its side
all your life
anchored in the swamp
your static phenomenon
with thoughts of long voyages
that you never took
though today you decide to sever
your ties with the bog
and silently you lead
your arthritic joins uphill
step by step
moment by moment
to achieve the unachievable
when you reach the edge
of the abysmal precipice
you let yourself fall in the void
your last act of freedom
a bird that you weren’t
suddenly you become
in the anonymity of death.
