Archive for May, 2020

Yannis Ritsos_cover4

PHILOCTETES

 

Η εκλογή, θαρρώ, ακατόρθωτη — κι ανάμεσα σε τί; Θυμάμαι
όταν ήμουν παιδί· — απ’ τους ξενώνες του σπιτιού μας μ’ έφταναν
οι ωραίες, αρρενωπές φωνές των ξένων,
λίγο πριν απ’ τον ύπνο, την ώρα που θα γδύνονταν· — και, βέβαια,
κείνη την ώρα θα ξεχνούσαν σχέδια πολεμικά κι αγώνες και φιλοδοξίες,
σάρκινοι μες στη γύμνια τους, ερωτικοί κι αθώοι,
καθώς θ’ αγγίζαν, κατά λάθος ίσως, τα ίδια τους τα στήθη,
κι αργοπορούσαν στην άκρη της κλίνης μ’ ανοιχτά σκέλη,
ξεχνώντας μες στις ζεσταμένες φούχτες τους τα γόνατά τους,
ώσπου ν’ αποτελειώσουν μια μικρή, χαρούμενη ιστορία
διανθισμένη με τα γέλια τους και με των κρεβατιών το τρίξιμο.

Εγώ, τ’ άκουγα τότε απ’ το διάδρομο, καθώς, κρυφά, περιεργαζόμουνα
τα στίλβοντα σπαθιά και τις ασπίδες τους
ακουμπισμένες στον τοίχο, αντανακλώντας μυστικά το φεγγαρόφωτο
που ’πεφτε απ’ την τζαμόπορτα· — κι ένιωθα τόσο μόνος κι αμήχανος
σα να ’ταν κείνη τη στιγμή να διαλέξω για πάντα
ανάμεσα στο γέλιο τους και στα όπλα τους (που ήταν δικά τους και τα δυο). Φοβόμουνα κιόλας
μη σηκωθεί τη νύχτα ο πατέρας και με βρει στο διάδρομο
ν’ αγγίζω κείνα τα περίεργα όπλα — προπάντων
μην καταλάβει πως άκουσα το γέλιο τους, μην καταλάβει
το μυστικό μου δίλημμα. Καθόλου δεν πλησίαζα τους ξενώνες·
άκουγα μόνο τις φωνές των ξένων
σα να περνούσαν διαδοχικές στοές — μια στο σκοτάδι
και μια στο φως — συχνά πνιγμένες στους θορύβους
απ’ τις οπλές των αλόγων, έξω, στο προαύλιο· — κάποτε μάλιστα τρόμαξα
από ’ναν ίσκιο μεγάλο που ’πεσε μπρος στα πόδια μου, — ένα άλογο
στεκόταν στην τζαμόπορτα και κοίταζε μέσα
ισκιώνοντας τις σφυρήλατες παραστάσεις των ασπίδων.

I think the choice was unattainable; and choose between what?

I remember, as a child, hearing the loud voices of foreigners

coming from the guesthouses, just before they went to sleep,

the time they’d get undressed — and surely, at that time

they’d forget of battle plans, struggles and ambitions

sensual in their nakedness, erotic and innocent as they touched,

by chance, their own breasts and they lingered at the edge

of the bed with spread thighs letting their warmed up hands

between their knees until they’d finish the short, joyous tale

embellished by their laughter and the creaking of their beds.

 

And I listened to them from the hallway as I secretly examined

their shining swords and shields leaning against the wall

and vaguely reflecting the moonlight that flooded the room

as it entered through the glass door — and I felt so alone

and uncertain, as if this was the moment I, once and for all, had

to choose between their laughter and their weapons

(both belonged to them)

and I was afraid that my father would rise from his grave

and find me in the hallway touching those strange weapons,

especially if he’d understand that I’ve had heard their laughter,

my secret dilemma. I never got near the guest houses

I only heard the voices of the foreigners

as if they were coming through different stoas:

a dark stoa and a lighted one — often filled by the echo

of horse hooves, outside, in the courtyard — surely

once I got scared of a huge shadow of a horse  that appeared

in front of me, a horse that stood in the glass door and,

looking inside, it shadowed the forged images of the shields.

ΤΟ ΑΚΑΘΟΡΙΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ

 

Τώρα τα χρόνια πέρασαν κι εγώ που αγάπησα όλες τις χαρές του

κόσμου

ήρθε η ώρα να τις απαρνηθώ — οι μέρες φεύγουν γρήγορα

και τις νύχτες εμφανίζεται αυτό το ακαθόριστο πρόσωπο στη σκάλα

“τί θέλεις;” ρωτούσα φοβισμένος “το μερίδιό μου” απαντούσε, Θεέ

και Κύριε, πού να βρω έναν ολόκληρο θησαυρό να του δώσω

γιατί ποιος δεν ξόδεψε έναν θησαυρό στη νεότητά του —

ήμουν τόσο λυπημένος που τα βήματά μου μ’ οδηγούσαν στο παλιό

πατρικό σπίτι ή ερωτευόμουν ένα σταματημένο ρολόι

θυμάσαι τα ειδύλλια με τις ξαδέρφες; τόσα καλοκαίρια και δεν κα-

τορθώσαμε να εξερευνήσουμε τον κήπο

τόσα φθινόπωρα και δε γνωρίσαμε ακόμα την ψυχή μας

κι ώ συντριβή του ονείρου μας: μας έκλεισες όλους τους δρόμους για

να μας ανοίξεις ένα μονοπάτι στο άγνωστο.

 

Μια μέρα θα βρέχει και θα πεθάνω από νοσταλγία.

 

 

UNSPECIFIED PERSON

 

Now the years have passed and I who have loved all the joys

of the world,

I have to deny them now; days run by us fast

and at night that unspecified person appears by the stairway:

“what do you want?” I ask in fear “my share” he answers

God my Lord where can I find such a treasure to give him

because who hasn’t spent a whole treasure in his youth?

I was so sad that my steps guided me to the old family

home or I could fall in love with a stopped clock;

do you remember our flirting with our cousins? So many

summers and we didn’t manage to discover the garden;

so many autumns and we still haven’t discovered our souls

and oh, shattering of our dream: you shut all our paths just

to open a path to the unknown.

 

One day it’ll rain and I’ll die of nostalgia.

 

TASOS LIVADITIS—SELECTED POEMS, translated by Manolis Aligizakis, Libros Libertad, Vancouver, 2014

 

 

Ελιγμοί

Posted: 19/05/2020 by vequinox in Literature

800x800-body-image-smartphone-apps-article

Ευχαριστώ πολύ τον Χρήστο Γιαννακό, επιμελητή του λογοτεχνικού περιοδικού ΜΑΝΔΡΑΓΟΡΑΣ, που συμπεριέλαβε το ποίημα μου ΕΛΙΓΜΟΙ στο τελευταίο τους τεύχος.// Thank you, Christos Giannakos, editor of the literary magazine MANDAGORAS for including my POEM, TWISTS, in their latest issue.

 

Μανώλης Αλυγιζάκης | ΕΛΙΓΜΟΙ (απαγγέλει ο ποιητής)

ΕΛΛΑΣ

Του Μανώλη Γιαλουράκη

Μ΄ αρέσουνε οι πολιτείες σα δεν είναι άχρωμες. Εκείνες που λένε ευθύς το “νάμαι”, όχι οι άλλες που ψάχνεις να βρεις “γωνιές”, σκαλίζει τη μνήμη σου να θυμηθείς κάποιους δρόμους, κάποιες γειτονιές που τις πρόσεξες. Όχι που δεν βρήκα “άλλο λιμάνι”. Δεν ψάχνω για να πω “Τζένοβα”, εκεί είναι ένα κομμάτι της καρδιάς μου το ξέρω. Όμως ο Πειραιάς μου μιλά, μου μιλάει γιατί είναι Πειραιάς, δεν κάνει τάχατες τον Ευρωπαίο, είναι Ρωμιός Πειραιάς και τόσο του φτάνει.

View original post 668 more words

Yannis Ritsos_cover4

PHILOCTETES 3rd POST

Η εκλογή, θαρρώ, ακατόρθωτη — κι ανάμεσα σε τί; Θυμάμαι
όταν ήμουν παιδί· — απ’ τους ξενώνες του σπιτιού μας μ’ έφταναν
οι ωραίες, αρρενωπές φωνές των ξένων,
λίγο πριν απ’ τον ύπνο, την ώρα που θα γδύνονταν· — και, βέβαια,
κείνη την ώρα θα ξεχνούσαν σχέδια πολεμικά κι αγώνες και φιλοδοξίες,
σάρκινοι μες στη γύμνια τους, ερωτικοί κι αθώοι,
καθώς θ’ αγγίζαν, κατά λάθος ίσως, τα ίδια τους τα στήθη,
κι αργοπορούσαν στην άκρη της κλίνης μ’ ανοιχτά σκέλη,
ξεχνώντας μες στις ζεσταμένες φούχτες τους τα γόνατά τους,
ώσπου ν’ αποτελειώσουν μια μικρή, χαρούμενη ιστορία
διανθισμένη με τα γέλια τους και με των κρεβατιών το τρίξιμο.

Εγώ, τ’ άκουγα τότε απ’ το διάδρομο, καθώς, κρυφά, περιεργαζόμουνα
τα στίλβοντα σπαθιά και τις ασπίδες τους
ακουμπισμένες στον τοίχο, αντανακλώντας μυστικά το φεγγαρόφωτο
που ’πεφτε απ’ την τζαμόπορτα· — κι ένιωθα τόσο μόνος κι αμήχανος
σα να ’ταν κείνη τη στιγμή να διαλέξω για πάντα
ανάμεσα στο γέλιο τους και στα όπλα τους (που ήταν δικά τους και τα δυο). Φοβόμουνα κιόλας
μη σηκωθεί τη νύχτα ο πατέρας και με βρει στο διάδρομο
ν’ αγγίζω κείνα τα περίεργα όπλα — προπάντων
μην καταλάβει πως άκουσα το γέλιο τους, μην καταλάβει
το μυστικό μου δίλημμα. Καθόλου δεν πλησίαζα τους ξενώνες·
άκουγα μόνο τις φωνές των ξένων
σα να περνούσαν διαδοχικές στοές — μια στο σκοτάδι
και μια στο φως — συχνά πνιγμένες στους θορύβους
απ’ τις οπλές των αλόγων, έξω, στο προαύλιο· — κάποτε μάλιστα τρόμαξα
από ’ναν ίσκιο μεγάλο που ’πεσε μπρος στα πόδια μου, — ένα άλογο
στεκόταν στην τζαμόπορτα και κοίταζε μέσα
ισκιώνοντας τις σφυρήλατες παραστάσεις των ασπίδων.

I think the choice was unattainable; and choose between what?

I remember, as a child, hearing the loud voices of foreigners

coming from the guesthouses, just before they went to sleep,

the time they’d get undressed — and surely, at that time

they’d forget of battle plans, struggles and ambitions

sensual in their nakedness, erotic and innocent as they touched,

by chance, their own breasts and they lingered at the edge

of the bed with spread thighs letting their warmed up hands

between their knees until they’d finish the short, joyous tale

embellished by their laughter and the creaking of their beds.

 

And I listened to them from the hallway as I secretly examined

their shining swords and shields leaning against the wall

and vaguely reflecting the moonlight that flooded the room

as it entered through the glass door — and I felt so alone

and uncertain, as if this was the moment I, once and for all, had

to choose between their laughter and their weapons

(both belonged to them)

and I was afraid that my father would rise from his grave

and find me in the hallway touching those strange weapons,

especially if he’d understand that I’ve had heard their laughter,

my secret dilemma. I never got near the guest houses

I only heard the voices of the foreigners

as if they were coming through different stoas:

a dark stoa and a lighted one — often filled by the echo

of horse hooves, outside, in the courtyard — surely

once I got scared of a huge shadow of a horse  that appeared

in front of me, a horse that stood in the glass door and,

looking inside, it shadowed the forged images of the shields.