Posts Tagged ‘philosophy’

ΚΡΙΤΙΚΗ ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ,  Νικόλ Γεωργοπούλου Λιαντίνη, Αθήνα, Σεπτέμβριος 2017

 

Επέλεξα να ομιλήσω και να εστιάσω στην ποιητική συλλογή του Μανώλη Αλυγιζάκη που τιτλοφορείται ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ

Ο όρος Υπεράνθρωπος ανήκει στο Νίτσε και στο Ζαρατούστρα του. Και από τη νιτσεϊκή έννοια του υπερανθρώπου έχει εμπνευστεί ο ποιητής Αλυγιζάκης και με τον ευρηματικό αυτό τίτλο δικαιώνει την ποιητική και τη νοηματική απόδοση στον τρόπο που εκείνος κατανοεί τον υπεράνθρωπο.

Ας ομιλήσουμε σχετικά όμως λίγο για το νιτσεϊκό υπεράνθρωπο για να μπορέσουμε να προσεγγίσουμε ερμηνευτικά την αφόρμηση αυτή του Αλυγιζάκη.

Ο όρος υπεράνθρωπος χαρακτηρίζει έναν τύπο υψηλής νοημοσύνης και ευτυχίας απέναντι στο μοντέρνο άνθρωπο, τον «καλό», το «χριστιανό» που στο στόμα του Ζαρατούστρα, του καταλύτη της τρέχουσας ηθικής, γίνεται μια λέξη δύσκολα νοητή. Ο νιτσεϊκός υπεράνθρωπος ως ιδεαλιστικός τύπος μιας υψηλής ποιότητας ανθρώπου είναι κάτι μεταξύ «αγίου» και «μεγαλοφυΐας».

Μέχρι σήμερα οι ερμηνευτές του Νίτσε δεν έχουν καταλήξει και ερίζουν για αυτή του τη σύλληψη του υπεράνθρωπου.

Είναι σαφές ότι ο Νίτσε δύο ρεύματα έχει επεξεργασθεί στον υπεράνθρωπό του. Μια τίμια φιλοσοφική παράδοση από την οποία και σήμερα διδασκόμαστε και ένα κοινωνιολογικό δαρβινικό και ευγονικό ρεύμα. Γεγονός είναι ότι ο Νίτσε χαρακτήρισε τον υπεράνθρωπο ως την υπέρβαση του μηδενισμού. Ο υπεράνθρωπός του διακρίνεται από το φυσιολογικό άνθρωπο όχι γιατί διαθέτει ιδιαίτερο εγκέφαλο ή πλήθος μυώνων ή σύστημα ανοσίας ιδιαίτερο, αλλά γιατί μπορεί να ζήσει τη ζωή με εντεταλμένο σκοπό, δηλαδή ηθική, και αντί να αμφιβάλει, να καταφάσκει αιώνια τη ζωή. Αυτή είναι για το Νίτσε η αποστολή του αληθούς, του έντιμου, του κυρίως μοντέρνου ανθρώπου.

Κατά τα λοιπά ο υπεράνθρωπος δεν είναι το αντίθετο κάποιου υπάνθρωπου, αλλά ο αντίκτυπος του κυρίως ανθρώπινου (allzu menschlichen), που σήμερα μπορούμε να τον ταυτίσουμε με τον υπερκαταναλωτικό άνθρωπο. (Ο υπεράνθρωπος βρήκε την ευτυχία και «αστράφτει κεραυνοβολώντας». Ένα όμως είναι σαφές. .Ότι ο υπεράνθρωπος του Νίτσε παραμένει απλά μια επιθυμητή εικόνα, φιγούρα, ή με το στόμα του Νίτσε «η προσευχή εκείνων που ζητούν τη χάρη να γίνουν οι τρελοί του θεού.».

 

Και τώρα στο Μανώλη Αλυγιζάκη.

Η αφόρμησή του είναι το νιτσεϊκό πνεύμα και το κήρυγμα του θανάτου του θεού που κηρύσσει ο «Παράφρονας» του Νίτσε (με τη σύντομη συγκεκριμένη διήγηση σε δική μου μετάφραση θα μου επιτρέψετε να κλείσω στο τέλος τη σημερινή μου παρουσίαση). Το θεό που πέθανε

Και τον «θάψαμε χθες το απόγευμα χωρίς τραγούδια και παιάνες, δίχως κλαυθμούς και μοιρολόγια», όπως χαρακτηριστικά ξεκινάει στο πρώτο του ποίημα ο ποιητής.

Ο νιτσεϊκός θάνατος του θεού και η έλευση του υπεράνθρωπου με ευάρμονα ποιητική έκφραση έχουν ως αφετηρία βιωματικά γεγονότα της ζωής ως ερέθισμα και ο ποιητικός τρόπος του Αλυγιζάκη κάνει παραστατική τη λειτουργία κάθε γεγονότος που υπονοείται πίσω από την έκφραση. Η επιδίωξή του είναι η διείσδυση του αναγνώστη στην ψυχική λειτουργία κάθε ιστορούμενου γεγονότος και κάθε σκηνικής αναπαράστασης, αφού όλα τα ποιήματα είναι γεμάτα με εκφραστικές εικόνες που ο αναγνώστης μπορεί να αναπλάσει τη στιγμή – βίωμα του ποιητή.

Με την ποιητική μορφή του Αλυγιζάκη ο αναγνώστης πορεύεται σε κόσμο συναισθηματικά φορτισμένο σε εκτύλιξη σκέψεων που γίνονται ορόσημα ζωής, είτε πρόκειται για τύψεις για το θάνατο του θεού που μας άφησε «ακόμα πιο φτωχούς» (ποίημα Προδοσία), είτε δίνεται ανάγλυφα ο ξεπεσμός του σύγχρονου ανθρώπου «άνοιξε του Αιόλου τον ασκό και εξαπόλυσε τις αμαρτίες, τη χαζομάρα, την προδοσία, τη χρεοκοπία των ηθών» (ποίημα Θαύμα), είτε προσφέρει την ελπίδα που ένοιωσε ο άνθρωπος ότι «είχε έρθει η ώρα για να φανερωθεί ο υπεράνθρωπος μ΄όλη τη δύναμή του, με την απλότητα των χρυσανθέμων και με του κατωφλιού την ταπεινοφροσύνη» (ποίημα Εμφάνισις), είτε με absurd τρόπο μας μιλάει για «άλογη λογική» στην αναζήτηση του «μυστικού της ανθρωπότητας» (ποίημα Ανακάλυψις), είτε προβάλλεται ο «ξεπεσμένος εγωισμός του ανθρώπου που ξεκίνησε από το ναρκισσισμό του» (ποίημα Χρέος) και τον οδήγησε να «τεμαχίσει το χρόνο με μέτρο δανεικό και έτσι να θανατώσει το θάνατο, ένα απλό της σκέψης δημιούργημα» (ποίημα Παιδεμός), είτε συνυπάρχουν μαζί ο φόβος και ο θαυμασμός για τον υπεράνθρωπο, τύραννο, όπως αποκαλείται (ποίημα Μουσική) που όμως η παντοδύναμη ματιά του αγκαλιάζει ολόκληρη τη γη, και εδώ ο ποιητής κάνει το βήμα κόντρα στην παράδοση, τις φοβίες, προλήψεις και δεισιδαιμονίες  (ποίημα Σκιάχτρο). Θα ισορροπήσει όμως και θα κηρύξει αισιοδοξία που ξεπετάγεται ως «συνωμοσία όλων των ανθρώπων» που στο σκοτάδι ξάφνου διακρίνουν πάνλαμπρο το δικό τους φως και στρέφονται και ευελπιστούν τον ουρανό ν’  αγγίξουν. Αυτή η αισιοδοξία θα εκφραστεί με προσμονή από την παιδική κιόλας ηλικία εκείνων που πιθυμούσαν τη γνώση και ένιωσαν από την πρώτη τους νιότη το ανάβρυσμα που φέρνει ο υπεράνθρωπος (ποίημα Πρώτος Πόνος).

Τα πρότυπα ανθρώπων του Αλυγιζάκη  είναι εκείνοι που ζουν μόνο και μόνο για να χαθούν, προκειμένου να φθάσουν την άλλη όχθη, όσοι περιφρονούν τα πάντα, γιατί λατρεύουν το πέρασμα στην άλλη όχθη. Έτσι εκφράζεται η αναζήτηση του κάτι άλλου, του πνευματικού.

Δεν θα παραλείψει ο Αλυγιζάκης, στο πνεύμα της Παρμενίδιας προσωκρατικής φιλοσοφίας (τα άκριτα φύλα του Παρμενίδη, ο ανυποψίαστος όχλος) να αναφερθεί και σε όσους «γεννήθηκαν και η ώρα να πεθάνουν έφθασε και δεν κατάλαβαν ποτέ ποιος ο σκοπός και ποιο το νόημα». Στον Αλυγιζάκη αρέσουν «όσοι βασανίζουν το θεό τους, επειδή τον αγαπούν» (εδώ κάνω σχετική ανάλυση με το δεδομένο ότι γνωρίζαμε μόνο ότι ο θεός παιδεύει εκείνους που αγαπάει) και τον ενδιαφέρει «του κεραυνού ο προάγγελος, η βαριά σταλαματιά από τα μαύρα σύννεφα που είναι ο υπεράνθρωπος». Και εδώ χρησιμοποιεί την περίφημη ποιητική εικόνα από τον Πρόλογο του Ζαρατούστρα «Αγαπώ όλους εκείνους που είναι όπως οι χοντρές σταγόνες, που πέφτουν μοναχικές από τo μαύρo σύννεφο, που κρέμεται πάνω από τον άνθρωπο: προφητεύουν ότι ο κεραυνός έρχεται και ως προφήτες αφανίζονται».

Προς το τέλος των ποιημάτων θα βρούμε πολλές ρήσεις και εικόνες του Νίτσε, όπως για την αιώνια επιστροφή ή την παρομοίωση ότι εμείς είμαστε το τεντωμένο σχοινί που πάνω μας θα περπατούσε ο υπεράνθρωπος: « Εμείς οι πρίγκιπες κι εμείς οι επαίτες, οι μισαλλόδοξοι κι οι αλτρουιστές, εμείς τα πρόβατα, εμείς και τα λιοντάρια, οι κοινωνικοί και οι ασκητές, εμείς οι μύστες και εμείς οι μυημένοι, εμείς οι σχοινοβάτες και εμείς οι Υπεράνθρωποι».

 

Η μορφή της ροής και της κατάταξης των ποιημάτων είναι αποτρεπτική κάθε στατικής ηρεμίας και οδηγεί σε κράτος εγρήγορσης. Με την καλλιεπή και κομψότεχνη γραφίδα του, με εύροια λόγου ανεκζήτητη και ενάργεια ύφους συναυξάνεται με το δικό του προσωπικό αφηγηματικό πλούτο γνώσης που διεισδύει στη λειτουργία της έκθεσης της σκέψης του για να την αναβιβάσει σε υψηλό επίπεδο.

Με ερέθισμα το βίωμα και όπλα το ποιητικό ύφος, την αναζήτηση των λέξεων και τον πλούτο γνώσης αναπαριστά τον προβληματισμό και αναστοχασμό του για υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου, εύληπτα. Γιατί ο λόγος του είναι δυνητικός υφολογικά με πλαστουργική δύναμη, μεταμορφώνεται με διεργασία εννοιών, διακλαδώνεται σε ατραπούς υπαρξιακής ερμηνευτικής, γνώρισμα του είναι η συναισθηματική αλλά και έλλογη υπαρξιακή ταραχή στη σύνολη ρότα των συσχετισμών και στον αγώνα για ποιητική έκφραση και εκδίπλωση.

 

Τα ποιήματα είναι γεμάτα με εικόνες με ιδιαίτερη περιγραφική έκφραση, που έχεις το αίσθημα ότι τις  βλέπεις μπροστά σου ολοζώντανες και συμμετέχεις στο δρώμενο, αναζητώντας να γνωρίσεις τι είναι αυτός ο υπεράνθρωπος. Η προοπτική της φιλοσοφικής προσέγγισης στο στοχασμό του ποιητή οδηγεί σε μορφή εποπτικής  θέασης του κόσμου με απορίες και αντιπαραθέσεις με τη θρησκευτική-κοινωνική πραγματικότητα και με αναγκαίο υπαρκτικό προσανατολισμό που υπαγορεύει η κοινωνική ευταξία. Κάτι που σίγουρα δεν είναι αποτέλεσμα και θήραμα ευκολίας, αλλά ενεργητική βούληση του δύσβατου. Επί πλέον οι ορφικοί συμβολισμοί που χρησιμοποιούνται αφυπνίζουν πνευματικά και είναι πρόκληση για περαιτέρω αναστοχασμό.

 

Τα ποιήματα του Αλυγιζάκη είναι γεμάτα λέξεις, λέξεις με ιδιαίτερο νόημα, βάθος και πρωτοτυπία, λέξεις ουσιαστικά , σπάνια χρησιμοποιεί επίθετα, λέξεις ρήματα που κάνουν τη γραφή δυναμική, για τη ματαιότητα, την αποκάλυψη, την ανακάλυψη, την περιπλάνηση, τη μουσική, την ανταμοιβή, την υπόσχεση, την ανεξαρτησία, την αρετή, το πνεύμα, την ανάμνηση, την περιπέτεια, τη δικαιοσύνη, την προσευχή, τη λήθη, την απληστία, λέξεις για το νεκροθάφτη, τον ιερέα, το δάσκαλο, το γιατρό, το φιλόσοφο, τέλος τον ποιητή.

Γραφή με υπαινιγμούς και συμβολισμούς, γραφή με πνεύμα αναζήτησης και ανησυχία για το ποιος είναι ο υπεράνθρωπος και πως θα τον απαντήσουμε και αυτό χωρίς αθώους συναισθηματισμούς. Κάθε ποίημα κρύβει πίσω του και μια ιστορία και στο τέλος κάθε ποιήματος στις δύο πρώτες ενότητες προστίθεται ένα επιμύθιο, όπου ο ποιητής καταγράφει σύντομα το ποιοι άνθρωποι του αρέσουν.

Οι στίχοι του ποιητή ξεχειλίζουν από πόνο, πρόκειται για τον πόνο του κόσμου, όπως λέγει ο Ρίλκε, τον πόνο ενός κόσμου μετέωρου που βρίσκεται σε σύγχυση και δεν έχει όραμα, γι’  αυτό και αδρανοποιείται. Και η φωνή του Αλυγιζάκη εδώ είναι φωνή κόντρα στην αδιαφορία. Η φωνή του ξεπηδάει από την πικρή συνειδητοποίηση της καταδυνάστευσης των αξιών.

 

Και θα μου επιτρέψετε, όπως είπα στην αρχή, να κλείσω με τον ΠΑΡΑΦΡΟΝΑ του Νίτσε που αναγγέλλει το θάνατο του Θεού σε δική μου μετάφραση από τα γερμανικά, δημοσιευμένη στο βιβλίο μου «Ηθική της οικολογικής συνείδησης».

 

~Νικόλ Γεωργοπούλου Λιαντίνη, καθηγήτρια φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα, Σεπτέμβριος, 2017

 

ÜBERMENSCH — A REVIEW, by Nicol Georgopoulos Liantinis, professor of philosophy, Kapodistrian University of Athens

 

I chose to focus in Manolis Aligizakis’ poetry book ÜBERMENSCH.

 

The term Übermensch belongs to Nietzsche and to his book Thus Spoke Zarathustra. Manolis Aligizakis has been inspired by Nietzsche’s view of the Übermensch and using his soul searching means he justifies his poetic presentation the way he understands the concept of Übermensch. Yet, let us first take a look at Nietzsche’s Übermensch in order to approach Manolis’ work better.

The term Übermensch characterizes a person of high intellect, a person happy in the world we live, opposite the average, modern man, the “good person” the “Christian”, who in the mouth of Zarathustra becomes a very difficult term to understand. Nietzsche’s man as an idealistic type of higher human quality than the everyday men turns out to be something between the “saint” and the “genius”.

To this day the researchers and interpreters of Nietzsche’s works haven’t yet concluded and still debate on the conceptual perception of the term Übermensch. It is clear though that Nietzsche has combined two different trends when it came to his Übermensch. One straight and honest philosophical tradition from which we still learn things today and a sociological Darwinian and eugenic trend; in fact Nietzsche named his Übermensch the man beyond nihilism with his Übermensch differing from the ordinary man not because he has a special brain nor because of his gigantic muscles nor because of his certain biological advantage that defends against all diseases and viruses, but because he can live a life with a delegated goal, and instead of doubting everything he agrees with all forms of life on earth. For Nietzsche all this is the true mission of man, of the honest man, and especially the modern man. Other than that Übermensch isn’t the opposite to the world but a true semblance of the essential man (allzu menschlichen) who we can categorize today with the over consumeristic man. Übermensch discovered happiness in striking like a lightning bolt and at the same time shining in his best. However one thing is clear: Übermensch simply remains a desired image, a shapely figure of man who, in the words of Nietzsche represents the prayer of those who ask for the favor to become the jokers of God.

Now let us look at Manolis’ Übermensch. Manolis’ spurting in Nietzsche’s mind and catechism with the death of God: and we buried him yesterday with no songs, no paeans, nor lamentations, as the poet characteristically starts in his first poem. The death of God, according to Nietzsche, and the appearance of the Übermensch with Manolis’ harmonious poetic expressions have as a base the poet’s own life experiences and as a result his poetic ways function as true expressions of each event of his life that lurks behind each image. Manolis’ goal at this point is to slowly push the reader into the his own psychic mode of each presented event and of each scenic representation since each poem is full of expressive images which the reader can re-experience as momentary life events.

With the poetic style of Manolis Aligizakis the reader is led in a world emotionally charged with the unfolding of ideas that become landmarks such as the regret for the death of god who left us we were still here and we were still poor in the poem TREASON or when the downfall of the modern man is presented as they opened the lid of Aeolus’ bag and let all hell loose: our sins scattered to the four corners of the galaxy, dumbness and treachery and moral bankruptcy in the poem MIRACLE, or when he offers hope to man who felt that deeply we sensed the time had come, that He would appear, Übermensch, with all His power in the chrysanthemums’ simplicity, and in the humility of the house flagstone, in the poem MANIFESTATION, or when in an absurd way he talks to us about illogical logic of one who could still discover the secret of humanity in a word in the poem DISCOVERY, or when it presents their defeated ego which started because of their devout narcissism, in the poem DUTY, which lead the poet to divide time with borrowed measurements and annulled death with his creative thoughts, in the poem ORDEAL, or when the concepts of fear and admiration for Übermensch co-exist as in the poem MUSIC and where His almighty glance encompassed the whole earth. Here the poet makes his move opposite traditions, fears, and superstitions in order to balance his cosmos and declare his optimism that springs up from conspiracy of the people who suddenly see their own bright light and they hope to reach the heavens. This optimism will be expressed in the anticipation of those who since their childhood yearned for knowledge and in their youth felt the renewal that Übermensch brings.

The prototypes of people Manolis creates are those who live only to be destroyed in order to reach the other shore, those who despise everything for they seek to pass over to the other side. This way the poet underscores the need in searching for something else, for something spiritual.

Manolis won’t refrain from underlining the pro-Socratic philosophy (Parmenides’ illogical leaves, the unsuspecting mass of people) and from referring to all those who were born and time comes for them to die and they never understood what was the goal and what the meaning. Aligizakis likes those who torture their god because they love him and he finds interest in the man who resembles a heavy raindrop from the dark cloud that is nothing other than Übermensch. And here the poet uses the poetic image from the prologue of the Thus Spoke Zarathustra I love those who resemble heavy drops of rain that slowly fall from the black clouds that cover men, the forerunners of thunderbolt who vanish like the thunderbolt.

Toward the end of the poems we find a few of Nietzsche’s sayings and images such as the Eternal Recurrence or the image of people being the stretched rope onto which Übermensch will walk and finally we find Manolis’ philosophical declaration at the end of the book in the poem EPODE where he promotes: we the princes and we the beggars, the bigots and the altruists, we the sheep and we the lions, the socialites and the hermits, we the initiates and we the initiated, the ropewalkers and the Übermenschen.

The style of the poet and the flow of his poems work against every static serenity and lead to raptures as the poet’s calligraphic style and rich evocative imagery in addition to the personal narrating style and wide knowledge lead the reader into the liturgical display of the poet’s mind that elevates the poems to unreachable heights.

Manolis uses his personal experiences as a tool that guides his personal writing style to the search for words that represent his wonder and contemplative mind gazing existential issues of today’s society. And this because his images are dynamic, of a certain, personal style and continuously evolve leading the poet to cross roads of explanations, faculty of seasoned poets who reach levels of intellect only some can reach. The poems are full of images with rich descriptive elements that the reader feels as if he sees them alive in front of him, full of expressiveness and dynamism that lead him to his search for Übermensch. The poet’s technique and philosophical approach guide the reader to a view of the world as if from above yet leave him full of questions and debates regarding the today’s sociological-religious reality and his place in society that demands of him a preapproved behaviour, something that undoubtedly leads the citizen to the corner forcing him to consider rebellion. The poet’s use of Orphic symbolism leave the reader with contemplative mood and dare him to further delve into such thoughts.

Manolis’ poems are filled with words, words with idiosyncratic meaning, depth and originality, substantive words, he rarely uses adjectives, words-verbs that turn his writing into a dynamic mix, words that refer to futility, revelation, discovery, wandering, music, reward, promise, independence, virtue, spirit, memory, adventure, justice, prayer, forgetfulness, greediness, words about the undertaker, the priest, the teacher, the doctor, the philosopher, and finally the poet.

Pain overflows in these verses and the pain we mention is none other than Rilke’s pain, the pain of a world that exists in its meteoric position, a world in flux and always confused, a world that lacks vision and henceforth it falls into the trap of indifference.

Manolis’ writing is full of symbolism and hints, it is the writing of the searching mind that wonders who the Übermensch may be and how we may be able to seek and reach Him and all this without any simpleminded sentimentalisms. Each poem hides a story inside it and at the end of each poem the poet adds the flatulence where he recounts who are his favored people.

Übermensch can be termed as an unusual poetry book yet a book with a clear vision and an optimistic point of view of the world and life in general.

 

~Nicol Georgopoulos Liantinis, professor of philosophy, Kapodistrian University of Athens.

Aristotle

 

ARISTOTLE

 

  1. The Importance of Telos

 

I have already noted the connection between ethics and politics in Aristotle’s thought. The concept that most clearly links the two is that which Aristotle called telos. A discussion of this concept and its importance will help the reader make sense of what follows. Aristotle himself discusses it in Book II, Chapter 3 of the Physics and Book I, Chapter 3 of the Metaphysics.

The word telos means something like purpose, or goal, or final end. According to Aristotle, everything has a purpose or final end. If we want to understand what something is, it must be understood in terms of that end, which we can discover through careful study. It is perhaps easiest to understand what a telos is by looking first at objects created by human beings. Consider a knife. If you wanted to describe a knife, you would talk about its size, and its shape, and what it is made out of, among other things. But Aristotle believes that you would also, as part of your description, have to say that it is made to cut things. And when you did, you would be describing its telos. The knife’s purpose, or reason for existing, is to cut things. And Aristotle would say that unless you included that telos in your description, you wouldn’t really have described – or understood – the knife. This is true not only of things made by humans, but of plants and animals as well. If you were to fully describe an acorn, you would include in your description that it will become an oak tree in the natural course of things – so acorns too have a telos. Suppose you were to describe an animal, like a thoroughbred foal. You would talk about its size, say it has four legs and hair, and a tail. Eventually you would say that it is meant to run fast. This is the horse’s telos, or purpose. If nothing thwarts that purpose, the young horse will indeed become a fast runner.

Here we are not primarily concerned with the telos of a knife or an acorn or a foal. What concerns us is the telos of a human being. Just like everything else that is alive, human beings have a telos. What is it that human beings are meant by nature to become in the way that knives are meant to cut, acorns are meant to become oak trees, and thoroughbred ponies are meant to become race horses? According to Aristotle, we are meant to become happy. This is nice to hear, although it isn’t all that useful. After all, people find happiness in many different ways. However, Aristotle says that living happily requires living a life of virtue. Someone who is not living a life that is virtuous, or morally good, is also not living a happy life, no matter what they might think. They are like a knife that will not cut, an oak tree that is diseased and stunted, or a racehorse that cannot run. In fact they are worse, since they have chosen the life they lead in a way that a knife or an acorn or a horse cannot.

Someone who does live according to virtue, who chooses to do the right thing because it is the right thing to do, is living a life that flourishes; to borrow a phrase, they are being all that they can be by using all of their human capacities to their fullest. The most important of these capacities is logos – a word that means “speech” and also means “reason” (it gives us the English word “logic”). Human beings alone have the ability to speak, and Aristotle says that we have been given that ability by nature so that we can speak and reason with each other to discover what is right and wrong, what is good and bad, and what is just and unjust.

Note that human beings discover these things rather than creating them. We do not get to decide what is right and wrong, but we do get to decide whether we will do what is right or what is wrong, and this is the most important decision we make in life. So too is the happy life: we do not get to decide what really makes us happy, although we do decide whether or not to pursue the happy life. And this is an ongoing decision. It is not made once and for all, but must be made over and over again as we live our lives. Aristotle believes that it is not easy to be virtuous, and he knows that becoming virtuous can only happen under the right conditions. Just as an acorn can only fulfill its telos if there is sufficient light, the right kind of soil, and enough water (among other things), and a horse can only fulfill its telos if there is sufficient food and room to run (again, among other things), an individual can only fulfill their telos and be a moral and happy human being within a well constructed political community. The community brings about virtue through education and through laws which prescribe certain actions and prohibit others.

And here we see the link between ethics and politics in a different light: the role of politics is to provide an environment in which people can live fully human, ethical, and happy lives, and this is the kind of life which makes it possible for someone to participate in politics in the correct way. As Aristotle says at Ethics1103a30: “We become just by the practice of just actions, self-controlled by exercising self-control, and courageous by performing acts of courage….Lawgivers make the citizens good by inculcating [good] habits in them, and this is the aim of every lawgiver; if he does not succeed in doing that, his legislation is a failure. It is in this that a good constitution differs from a bad one.” This is not a view that would be found in political science textbooks today, but for Aristotle it is the central concern of the study of politics: how can we discover and put into practice the political institutions that will develop virtue in the citizens to the greatest possible extent?

  1. The Text of the Politics

Having laid out the groundwork for Aristotle’s thought, we are now in a position to look more closely at the text of the Politics. The translation we will use is that of Carnes Lord, which can be found in the list of suggested readings. This discussion is by no means complete; there is much of interest and value in Aristotle’s political writings that will not be considered here. Again, the reader is encouraged to investigate the list of suggested readings. However, the main topics and problems of Aristotle’s work will be included. The discussion will, to the extent possible, follow the organization of the Politics.

 

Source: www.iep.utm.edu

 800px-Nietzsche187a

ΦΡΕΔΕΡΙΚΟΣ ΝΙΤΣΕ

 

Η ΠΟΛΥΤΑΡΑΧΗ ΖΩΗ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ

 

Ο πατέρας του ήταν λουθηρανός πάστορας, ενώ η μητέρα του ήταν κόρη ενός πάστορα. ήταν δε το νεότερο από τα παιδιά της οικογένειας αυτής. Ο Νίτσε από τα παιδικά του χρόνια έγραφε ποιήματα και μικρά θεατρικά έργα, μέρος των οποίων φρόντιζε να φυλάσσει η αδελφή του. Αφιέρωνε μεγάλο μέρος του χρόνου του στο γράψιμο, επιδεικνύοντας μία πλούσια λογοτεχνική παραγωγή, ενώ ήδη σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών ταξινόμησε τα ποιήματά του σε περιόδους.

Αν και από νωρίς υπήρχε η γενικευμένη αντίληψη πως επρόκειτο να γίνει κληρικός, ο Νίτσε σταδιακά άρχισε να αμφισβητεί τον Χριστιανισμό και περίπου το φθινόπωρο του 1862 είχε απορρίψει οριστικά ένα τέτοιο ενδεχόμενο, σκεπτόμενος να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη μουσική, αλλά ξεκίνησε σπουδές κλασικής φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Βόννης. Παράλληλα, γράφτηκε στο θεολογικό τμήμα του πανεπιστημίου με διάθεση να ασχοληθεί περισσότερο με τη φιλολογική κριτική του Ευαγγελίου και τις πηγές της Καινής Διαθήκης, γεγονός που είναι μάλλον ενδεικτικό των θρησκευτικών αμφιβολιών του, αλλά και της αδυναμίας του να ομολογήσει στην οικογένειά του πως δεν επιθυμούσε να γίνει ιερέας. Συνέχισε τις θεολογικές του σπουδές μέχρι το Πάσχα του 1865, περίοδο κατά την οποία απέρριψε οριστικά τη θρησκευτική πίστη, με επιχειρήματα που αποτυπώνονται και σε επιστολή του προς την αδελφή του, στην οποία ανέφερε χαρακτηριστικά:

    «Κάθε αληθινή πίστη είναι αδιάψευστη, εκπληρώνει αυτό που ο πιστός ελπίζει να βρει σ’ αυτήν, δεν προσφέρει όμως ούτε το ελάχιστο έρεισμα για τη θεμελίωση μιας αντικειμενικής αλήθειας […] Θέλεις να επιδιώξεις ψυχική ηρεμία και ευτυχία, τότε πίστευε, θέλεις να είσαι ένας απόστολος της αλήθειας, τότε αναζήτησέ την.»

Το 1869 το Πανεπιστήμιο της Λειψίας του απένειμε τον τίτλο του διδάκτορα χωρίς εξετάσεις ή διατριβή, με βάση τα δημοσιεύματά του, και το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας τον εξέλεξε έκτακτο καθηγητή της Κλασικής Φιλολογίας. Τον επόμενο χρόνο ο Νίτσε έγινε Ελβετός υπήκοος και προήχθη σε τακτικό καθηγητή.

Μετά την επιστροφή του στη Βασιλεία, ο αμείωτος ενθουσιασμός του για τον Σοπενχάουερ, ο θαυμασμός του για το έργο του Βάγκνερ και οι φιλολογικές σπουδές και μελέτες του συνδυάστηκαν για την έκδοση του πρώτου βιβλίου του, με τίτλο Η Γέννηση της Τραγωδίας (1872).

Την περίοδο 1873-1876, ολοκλήρωσε μία σειρά τεσσάρων δοκιμίων που εκδόθηκαν αργότερα σε μία συλλογή με τον γενικό τίτλο Ανεπίκαιροι Στοχασμοί. Τα δοκίμια αυτά πραγματεύονταν γενικότερα τον σύγχρονο γερμανικό πολιτισμό, εστιάζοντας στο έργο του Νταβίντ Στράους στην κοινωνική αξία της ιστοριογραφίας, στον Σοπενχάουερ και τέλος στον Βάγκνερ .

Για τον Νίτσε, ο Σοπενχάουερ και ο Βάγκνερ αποτελούσαν φωτεινά παραδείγματα για την ανάπτυξη ενός νέου πολιτισμικού κινήματος που συνέδεε τη μουσική, τη φιλοσοφία και την κλασική φιλολογία.

Το επόμενο διάστημα, η υγεία του κλονίστηκε σοβαρά: υπέφερε από ημικρανίες, που οφείλονταν σε βλάβη του αμφιβληστροειδούς και στα δύο μάτια του, γεγονός που τον ανάγκασε τελικά να υποβάλει παραίτηση από το πανεπιστήμιο, στις 2 Μαΐου του 1879, καθώς αδυνατούσε να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του.

Απελευθερωμένος από τις ακαδημαϊκές υποχρεώσεις, ο Νίτσε πέρασε τα επόμενα χρόνια ταξιδεύοντας συχνά σε πόλεις της Ελβετίας, της Γερμανίας ή της Ιταλίας και αναζητώντας κάθε φορά ένα αναζωογονητικό κλίμα που θα βοηθούσε να βελτιωθεί η κατάσταση της υγείας του.

Ο τελευταίος χρόνος της διανοητικής διαύγειας του Νίτσε, το 1888, υπήρξε περίοδος σε υπέρτατο βαθμό παραγωγική. Έγραψε και εξέδωσε το Η περίπτωση Βάγκνερ. Επίσης, έγραψε μία σύνοψη του φιλοσοφικού του συστήματος και τα έργα Το λυκόφως των ειδώλων, Ο Αντίχριστος, Νίτσε εναντίον Βάγκνερ και Ίδε ο Άνθρωπος, ένα διαλογισμό γύρω από τα έργα του και την προσωπική του αξία. Το Λυκόφως των ειδώλων κυκλοφόρησε το 1889, Ο Αντίχριστος και το Νίτσε εναντίον Βάγκνερ είδαν το φως μόλις το 1895.

 

https://sciencearchives.wordpress.com/2015/08/13/o-ί-ί-ύ-ka/

 

 

ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΣ ΝΙΤΣΕ

 

Ο ΝΙΤΣΕ ΠΡΙΝ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ (1899)

 

Στις 3 Ιανουαρίου του 1889 υπέστη νευρική κατάρρευση, ενώ βρισκόταν στην πλατεία Κάρλο Αλμπέρτο του Τορίνο. Αν και τα γεγονότα εκείνης της ημέρας δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένα, σύμφωνα με μία διαδεδομένη εκδοχή, ο Νίτσε είδε έναν αμαξά να μαστιγώνει το άλογό του και τότε με δάκρυα στα μάτια τύλιξε τα χέρια του γύρω από το λαιμό του αλόγου για να καταρρεύσει αμέσως μετά. Τις επόμενες ημέρες απέστειλε πολυάριθμες επιστολές σε οικεία πρόσωπα, που φανέρωναν επίσης την ψυχική διαταραχή του, υπογράφοντας άλλοτε ως «ο Εσταυρωμένος» και άλλοτε ως «Διόνυσος». Στις 10 Ιανουαρίου μεταφέρθηκε σε ψυχιατρική κλινική της Βασιλείας και λίγες ημέρες αργότερα σε κλινική της Ιένας, κατόπιν επιθυμίας της μητέρας του, όπου οι γιατροί διέγνωσαν «παραλυτική ψυχική διαταραχή». Ο λόγος του ήταν παραληρηματικός και τον διακατείχαν παραισθήσεις μεγαλείου, κατά τις οποίες αυτοαποκαλούνταν δούκας του Κάμπερλαντ, Κάιζερ ή Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ’, συνοδευόμενες συχνά από βίαιες συμπεριφορές.

Μετά τον θάνατό της μητέρας του το 1897, ο Νίτσε έζησε στη Βαϊμάρη μαζί με την αδελφή του. Το καλοκαίρι του 1898 υπέστη ελαφρύ εγκεφαλικό που οδήγησε στην επιδείνωση της κατάστασής του. Τον επόμενο χρόνο ακολούθησε ένα ακόμα σοβαρότερο εγκεφαλικό επεισόδιο και στις 25 Αυγούστου 1900 πέθανε από πνευμονία. Τα συμπτώματά του οδήγησαν στο συμπέρασμα πως η ασθένειά του ήταν συφιλιδική (αυτή ήταν η αρχική διάγνωση στις κλινικές της Βασιλείας και της Ιένας), ωστόσο παραμένουν αδιευκρίνιστα τα ακριβή αίτια της διαταραχής του. Η ταφή του έγινε στο κοιμητήριο της ιδιαίτερης πατρίδας του, Ραίκεν και ακολουθήθηκε η παραδοσιακή λουθηρανική τελετουργία, σύμφωνα με επιθυμία της αδελφής του.

Ο Αδόλφος Χίτλερ πάτησε πάνω στα νιτσεϊκά έργα για να οικοδομήσει τη θεωρία του εθνικοσοσιαλισμού ή ναζισμού. Το πρότυπο της Αρείας φυλής βασίστηκε πάνω στον Υπεράνθρωπο (Τάδε έφη Ζαρατούστρα), το σημαντικότερο ίσως έργο του Νίτσε. Ο Νίτσε όμως, καθώς φαίνεται και μέσα από τα έργα του, υπήρξε δριμύτατος επικριτής τόσο των εθνικιστικών, όσο και κάθε αντισημιτικών τάσεων. Ο Ζαρατούστρα είναι η υπέρβαση του ανθρώπου προς το ανθρωπινότερο και όχι προς το απανθρωπότερο. Εξάλλου και ο ίδιος ο Nietzsche προέβλεψε ότι τα έργα του θα παρερμηνευτούν και ότι δύσκολα θα υπάρξει κάποιος που θα τα κατανοήσει σε βάθος. Ο ίδιος θα πει: «Αυτό που κάνουμε δεν το καταλαβαίνουν ποτέ, μα μονάχα το επαινούν ή το κατηγορούν».

Όταν πέθανε στα 1900 όμως, μόνος και τρελός, είχε την πεποίθηση ότι δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει το φιλοσοφικό του έργο. Αυτά που είπε στους ανθρώπους τα παρομοίαζε με πρωτόγνωρα λόγια του ανέμου, με πρωτόγνωρα και γνήσια τραγούδια κάποιου βραχνού χωριάτη. Ήταν ριζωμένη βαθιά στη συνείδησή του η αδυναμία κατανόησης των «ασμάτων» του από τους άλλους: “Αυτά που θα ακούσετε, θα είναι τουλάχιστον καινούργια. Κι αν δεν το καταλαβαίνετε, αν δεν καταλαβαίνετε τον τραγουδιστή, τόσο το χειρότερο! Μη δεν είναι αυτός ο κλήρος του; Μη δεν είναι αυτό που ονομάσανε ‘Κατάρα του Τροβαδούρου’;”

Δεν πρόφτασε να χτίσει εκείνη τη γέφυρα που πάντα επιθυμούσε, από τον άνθρωπο στον Υπεράνθρωπο. Οι προσδοκίες του όμως από το ανθρώπινο είδος δε σταμάτησαν ποτέ να είναι μεγάλες. Όταν ρωτήθηκε για το τι είναι αυτό που αγαπάει στους άλλους, απάντησε: «Τις ελπίδες μου».

 

ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΥ ΝΙΤΣΕ

 

* «Ένας δυνατός και συγκροτημένος άνθρωπος χωνεύει τις εμπειρίες του, όπως και τα επιτεύγματα και τα παραπτώματά του, όπως χωνεύει το κρέας, ακόμα κι όταν αναγκάζεται να καταπιεί μερικά σκληρά κομμάτια.»
* «Η κοιλιά είναι ο λόγος για τον οποίο ο άνθρωπος δεν νομίζει εύκολα πως είναι θεός»
* «Όταν χαιρετώ έναν θρησκομανή, αισθάνομαι την ανάγκη να πλύνω τα χέρια μου.»
* «Το χρυσό θηκάρι της συμπόνιας κρύβει κάποτε το λεπίδι της ζηλοφθονίας.»
* «Δύο πράγματα θέλει ο άντρας, κινδύνους και παιχνίδια. Γι’ αυτό ζητάει τη γυναίκα, γιατί είναι το πιο επικίνδυνο παιχνίδι.»
* «Μια μικρή εκδίκηση είναι ανθρωπινότερη από καθόλου εκδίκηση.»
* «Ο άντρας πρέπει να είναι γυμνασμένος για τον πόλεμο και η γυναίκα για το ξεκούρασμα του πολεμιστή. Όλα τ’ άλλα είναι τρέλα.»
* «Στο μίσος και στον έρωτα η γυναίκα είναι περισσότερο βάρβαρη από τον άντρα.»
* «Ο άνθρωπος είναι ένα σκοινί τεντωμένο ανάμεσα στο ζώο και τον υπεράνθρωπο, ένα σκοινί πάνω από την άβυσσο.»
* «Κι αν ακόμα ένας άνθρωπος έχει ακλόνητη πίστη, μπορεί να εμπλακεί στη γοητεία της αμφιβολίας.»

Πηγές: wikipedia, Ελευθεροτυπία, Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάννικα

https://sciencearchives.wordpress.com/2015/08/13/o-ί-ί-ύ-ka/

gibran_lioness1

 

Χαλίλ Γκιμπράν – Χαρά και Λύπη

Μετά μια γυναίκα είπε, Μίλησέ μας για τη χαρά και τη λύπη.

Κι εκείνος απάντησε:

Η χαρά σας είναι η λύπη σας χωρίς μάσκα.

Και το ίδιο το πηγάδι από όπου ανεβαίνει το γέλιο σας πολλές φορές γεμίζει με τα δάκρυά σας.

Και πως αλλιώς μπορεί να είναι:

Όσο πιο βαθιά σκάβει στο είναι σας η λύπη, τόση περισσότερη χαρά μπορείτε να δεχθείτε.

Μήπως η κούπα που δέχεται το κρασί σας δεν είναι η ίδια εκείνη κούπα που κάηκε στο φούρνο του αγγειοπλάστη;

Και η φλογέρα που ησυχάζει το πνεύμα σας δεν είναι το ίδιο εκείνο ξύλο που τρυπήθηκε με μαχαίρια;

Όταν είσαι χαρούμενος, κοίταξε βαθιά μέσα στην καρδιά σου και θα δεις ότι μονάχα εκείνο που σου έχει δώσει λύπη είναι εκείνο που σου δίνει χαρά

Όταν είσαι λυπημένος, κοίταξε ξανά μέσα στην καρδιά σου , και θα δεις ότι πραγματικά κλαις για εκείνο που υπήρξε η χαρά σου.

Μερικοί από εσάς λέγουν, “Η χαρά είναι ανώτερη από τη λύπη” κι άλλοι λένε , “Όχι η λύπη είναι ανώτερη”.

Αλλά εγώ σας λέω , τα δύο αυτά είναι αχώριστα.

Έρχονται πάντα μαζί, κι όταν το ένα κάθεται μόνο του δίπλα σου στο τραπέζι, θυμήσου ότι το άλλο κοιμάται στο κρεββάτι σου.

Πραγματικά , ταλαντεύεστε σαν τους δίσκους της ζυγαριάς ανάμεσα στη λύπη σας και στη χαρά σας .

Και μόνο όταν είστε άδειοι από κάθε φορτίο , είστε ήρεμοι και ισορροπημένοι.

Αλλά όταν ο θησαυροφύλακας σας χρησιμοποιεί για να ζυγίσει το χρυσάφι και τ’ασήμι του, αναγκαστικά θ’ ανέβει ή θα κατέβει η χαρά σας ή η λύπη σας.

 

kahlil-gibran 

KAHLILL GIBRAN, JOY AND SORROW

 

Then a woman said, speak to us of Joy and Sorrow.

And he answered:

Your joy is your sorrow masked.

And the selfsame well from which your laughter rises was oftentimes filled with your tears.

And how else can it be?

The deeper that sorrow carves into your being, the more joy you can contain.

Is not the cup that holds your wine the very cup that was burned in the potter’s oven?

And is not the lute that soothes your spirit, the very wood that was hollowed with knives?

When you are joyous, look deep into your heart and you shall find it is only that which has given you sorrows that is giving you joy.

When you are sorrowful look again in your heart and you shall see that in truth you are weeping for that which has been your delight.

Some of you say “Joy is greater than sorrow” and others say “Nay, sorrow is the greater.”

But I say unto you, they are inseparable.

Together they come, and one sits alone with you at your board, remember that the other is asleep upon your bed.

Verily you are suspended like scales between your sorrow and your joy.

Only when you are empty are you at standstill and balanced.

When the treasure keeper lifts you to weigh his gold and his silver, needs must your joy or your sorrow rise or fall.

 

Φρήντριχ Νίτσε 1844 – 1900

ubermensch_cover

Friedrich Nietzsche

Friedrich Wilhelm Nietzsche 15 October 1844 – 25 August 1900) was a German philosopher, cultural critic, poet, and Latin and Greek scholar whose work has exerted a profound influence on Western philosophy and modern intellectual history. Beginning his career as a classical philologist before turning to philosophy, he became the youngest-ever occupant of the Chair of Classical Philology at the University of Basel in 1869, at age 24. He resigned in 1879 due to health problems that plagued him most of his life, and he completed much of his core writing in the following decade. In 1889, at age 44, he suffered a collapse and a complete loss of his mental faculties. He lived his remaining years in the care of his mother (until her death in 1897) and then his sister Elisabeth Förster-Nietzsche, and died in 1900.
Nietzsche’s body of writing spanned philosophical polemics, poetry, cultural criticism, aphorism, and fiction while displaying a fondness for metaphor and irony. His thought drew variously on philosophy, art, history, religion, and science, and engaged with a wide range of subjects including morality, metaphysics, language, epistemology, value, aesthetics, and consciousness. Among the chief elements of his philosophy are his radical rejection of the existence and value of objective truth; his atheistic critique of religion and morality, and of Christianity in particular, which he characterized as propagating a slave morality in the service of cultural decline and the denial of life; his characterization of the human subject as the expression of competing wills, collectively understood as the will to power; and the aesthetic affirmation of existence in response to the “death of God” and the profound challenge of nihilism. His later work, which saw him develop influential (and frequently misunderstood) concepts such as the Übermensch and the doctrine of eternal recurrence, became increasingly preoccupied with the creative powers of the individual to overcome social, cultural, and moral contexts toward a state of aesthetic health.
After his death, Elizabeth Forster-Nietzsche became the curator and editor of her brother’s manuscripts, reworking Nietzsche’s unpublished writings to fit her own German nationalist ideology while often contradicting or obfuscating his stated opinions, which were explicitly opposed to antisemitism and nationalism. Through these published editions, Nietzsche’s name became associated with fascism and Nazism, although 20th-century scholars have contested this interpretation of his work. His thought enjoyed renewed popularity in the 1960s, and his ideas have since had a profound impact on twentieth and early-twenty-first century thinkers across philosophy—especially in schools of continental philosophy such as existentialism, postmodernism, and post-structuralism—as well as art, literature, psychology, politics, and popular culture.
Φρίντριχ Νίτσε
Ο Φρίντριχ Βίλχελμ Νίτσε (γερμ. Friedrich Wilhelm Nietzsche) (Ραίκεν, 15 Οκτωβρίου 1844[1] – Βαϊμάρη, 25 Αυγούστου 1900[1]) ήταν σημαντικός Γερμανός φιλόσοφος, ποιητής, συνθέτης και φιλόλογος. Έγραψε κριτικά δοκίμια πάνω στην θρησκεία, την ηθική, τον πολιτισμό, την φιλοσοφία και τις επιστήμες, δείχνοντας ιδιαίτερη κλίση προς την χρήση μεταφορών, ειρωνείας και αφορισμών.
Οι κεντρικές ιδέες της φιλοσοφίας του Νίτσε περιλαμβάνουν τον “θάνατο του Θεού”, την ύπαρξη του υπερανθρώπου, την ατέρμονη επιστροφή, τον προοπτικισμό καθώς και την θεωρία της ηθικής κυρίων – δούλων. Αναφέρεται συχνά ως ένας από τους πρώτους «υπαρξιστές» φιλοσόφους. Η ριζική αμφισβήτηση από μέρους του της αξίας και της αντικειμενικότητας της αλήθειας έχει οδηγήσει σε αμέτρητες διαμάχες και η επίδρασή του παραμένει ουσιαστική, κυρίως στους κλάδους του υπαρξισμού, του μεταμοντερνισμού και του μεταστρουκτουραλισμού.
Ξεκίνησε την καριέρα του σαν κλασικός φιλόσοφος, κάνοντας κριτικές αναλύσεις σε αρχαιοελληνικά και Ρωμαϊκά κείμενα, προτού εντρυφήσει στην φιλοσοφία. Το 1869, σε ηλικία 24 ετών, διορίστηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας, στην έδρα της Κλασικής Φιλολογίας, όντας ο νεότερος που έχει πετύχει κάτι ανάλογο. Παραιτήθηκε το καλοκαίρι του 1879 εξαιτίας των προβλημάτων υγείας που τον ταλάνιζαν σχεδόν όλη του την ζωή. Σε ηλικία 44 ετών, το 1889, υπέστη νευρική κατάρρευση, η οποία αργότερα διεγνώσθη ως συφιλιδική «παραλυτική ψυχική διαταραχή», διάγνωση η οποία αμφισβητείται. Η επανεξέταση των ιατρικών φακέλων του Φρειδερίκου Νίτσε δείχνει ότι κατά πάσα πιθανότητα πέθανε από όγκο στον εγκέφαλο, ενώ η μετά θάνατον σπίλωση του ονόματός του οφείλεται κυρίως στο αντι-ναζιστικό μέτωπο. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ανέλαβε την φροντίδα του η μητέρα του, μέχρι τον θάνατό της το 1897, και έπειτα η αδελφή του, Ελίζαμπεθ Φούρστερ-Νίτσε, μέχρι τον θάνατό του, το 1900.
Εκτός από την φροντίδα του, η Ελίζαμπεθ Φούρστερ-Νίτσε ανέλαβε χρέη εκδότριας και επιμελήτριας των χειρογράφων του. Ήταν παντρεμένη με τον Μπέρναρντ Φούρστερ, εξέχουσα μορφή του γερμανικού εθνικιστικού και αντισημιτικού μετώπου, για χάρη του οποίου ξαναδούλεψε αρκετά από τα ανέκδοτα χειρόγραφα του Νίτσε, στην προσπάθειά της να τα «μπολιάσει» με τις ιδέες του, αντιβαίνοντας ριζικά με τις απόψεις του φιλόσοφου, οι οποίες ήταν ξεκάθαρα εναντίον του αντισημιτισμού και του εθνικισμού (βλ. Η κριτική του Νίτσε στον Αντισημιτισμό και τον Εθνικισμό). Με την βοήθεια των εκδόσεων της Φούρστερ-Νίτσε, ο Νίτσε έγινε συνώνυμο του Γερμανικού μιλιταρισμού και του Ναζισμού, αν και αρκετοί μελετητές του στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα έχουν καταφέρει να αντιστρέψουν την παρερμήνευση των ιδεών του.
~Wikipedia in both English and Greek http://www.wikipedia.org