'The intellectual rights of all texts, images, videos presented in this blog belong with their creators and/or publishers. They are presented here only for personal use and not for any monetary gain whatsoever.'
Ένας ανεκτίμητος αρχαιολογικός θησαυρός, μια πόλη κάτω από την πόλη ήρθε στο φως στη διάρκεια των αρχαιολογικών ανασκαφών που γίνονται στο πλαίσιο της κατασκευής του μετρό Θεσσαλονίκης. Εδώ και έξι χρόνια είναι σε εξέλιξη η μεγαλύτερη έρευνα στην ιστορία της Θεσσαλονίκης, η οποία αποκάλυψε μέχρι σήμερα 135.000 ευρήματα (εκ των οποίων τα 104.492 κινητά) σε έκταση 35 στρμ. με δαπάνη 82 εκατ. ευρώ.
Τότε θυμήθηκα τη Σαλαμίνα — κάτι ωχρά πρωινά με ομίχλη και ψιχάλα που έσβηναν όλα μες στο χρόνο — βάρκες, άγκυρες, κρασοπουλειά, ψαροπωλεία κι έφεγγε μόνο ο δρόμος ασημένιος, ολομόναχος, προχωρώντας αόριστα κάπου, στρίβοντας κάθε τόσο, ξαναστρίβοντας για ν’ αποφύγει αόρατα εμπόδια ή για την ίδια του ευχαρίστηση, μ’ εκείνο το άσπρο ασημένιο.
Στο σπίτι, βρήκα τη μητέρα καθισμένη στην τραπεζαρία, σκυφτή, στοχαστική, περνώντας σε λεπτή κλωστή μαργαριτάρια λευκά, γαλαζωπά, ασημένια. «Τί θα τα κάνεις, μητέρα;» της είπα. Κι εκείνη: «Θα τα ρίξω στο πηγάδι». Χαμογέλασε. «Μα τότε γιατί τ’ αρμαθιάζεις;». Την κοιτούσα. Δε σήκωσε τα μάτια. «Κείνη που θα τα φορέσει έτσι τα θέλει», αποκρίθηκε. Και μονομιάς κατάλαβα πως μέσα σε κάθε πηγάδι, και μέσα μας, είναι μια όμορφη γυναίκα πνιγμένη, μια πνιγμένη γυναίκα που δε λέει να πεθάνει, κι ούτε ξέρω τί σημαίνει, καρτερική, καρτερική, κάτω απ’ το θόρυβο που κάνουν τ’ άλογα, τ’ αμάξια, τ’ άρματά μας.
Άνοιξε τα παράθυρα, άνοιξε την πόρτα, ξεμαντάλωσε τη μάντρα. Δεν είναι τίποτα. Θα βγω για λίγο να πλυθώ στο ποτάμι. Πες στον Τεύκρο — Αλήθεια, πού ’ναι ο Τεύκρος; Τεύκρο, Τεύκρο. Πάρτε τα κι αυτά τα ζώα.
Πάω να πλυθώ, να πλύνω το σπαθί μου· — ίσως και βρω έναν άντρα να τα πούμε. Τί όμορφη μέρα, —ω φέγγος του ήλιου, ποτάμι χρυσό— Γεια σου, γυναίκα.
Then I remembered of Salamis, some pale mornings,
foggy and drizzly that faded in time, boats, anchors,
wineries, fish markets where only the silvery road
gleamed, all alone, leading to some vague place, ever
so often turning, just to avoid invisible obstacles or its
own pleasure with that silvery white.
I found mother at home; she was sitting in the dining