Archive for September, 2022

Βίκυ Παπαπροδρόμου: ό,τι πολύ αγάπησα (ποίηση, πεζογραφία & μουσική)

[Ενότητα Είσοδος κινδύνου (1975-1980)]

Αστυνομική

Την ταυτότητά μου
Ψάχνω να βρω
Αλλά εκείνο το
Έλλην ορθόδοξος
Μου θολώνει πάντα
Τα νερά
Στο τέλος αυτό που μένει
Είναι μόνο η λέξη
Αστυνομική.

Από την ποιητική τριλογία (1972-1980) Χειροκροτήστε (1980) του Αργύρη Μαρνέρου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Αργύρης Μαρνέρος

View original post

Poem by Tasos Livaditis

ΑΝΕΜΟΣ ΤΟΥ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

Τώρα όμως βράδιασε. Ας κλείσουμε την πόρτα κι ας κατεβάσουμε

      τις κουρτίνες

γιατί ήρθε ο καιρός των απολογισμών. Τί κάναμε στη ζωή μας;

      Ποιοί είμαστε; Γιατί εσύ κι όχι εγώ;

Καιρό τώρα δε χτύπησε κανείς την πόρτα μας κι ο ταχυδρόμος έχει

      αιώνες να φανεί. Ά, πόσα γράμματα, πόσα ποιήματα

που τα πήρε ο άνεμος του Νοεμβρίου. Κι αν έχασα τη ζωή μου

την έχασα για πράγματα ασήμαντα: μια λέξη ή ένα κλειδί, ένα

       χτες ή ένα αύριο

όμως οι νύχτες μου έχουν πάντα ένα άρωμα βιολέτας

γιατί θυμάμαι. Πόσοι φίλοι που έφυγαν χωρίς ν’ αφήσουν διεύθυν-

      ση, πόσα λόγια χωρίς ανταπόκριση

κι η μουσική σκέφτομαι είναι η θλίψη εκείνων που δεν πρόφτασαν

      ν’ αγαπήσουν.

΄Ωσπου στο τέλος δε μένει παρά μια θολή ανάμνηση απ’ το παρελ-

       θόν (πότε ζήσαμε;)

και κάθε που έρχεται η άνοιξη κλαίω γιατί σε λίγο θα φύγουμε και

       κανείς δε θα μας θυμηθεί.

NOVEMBER WIND

But now night has come. Let us close the door and let us pull

       the curtains

because it’s time for revelations. What have we accomplished

       in our lives? Who are we? Why you and not I?

For a long time no one has knocked on our door and the mail man

      hasn’t come in a while. Ah, the November wind has blown

      so many letters, so many poems away.

      And if I’ve lost my life it was

for insignificant things: a word or a key, yesterday or

      a tomorrow

however my nights are filled by the fragrance of violets

because I remember so many friends who left without leaving

      an address, so many words without response

and I think music is the grief of those who never found the time

      to love.

Until finally nothing remains from the past but a foggy memory

      (when did we live?)

and every time spring comes I cry because in a while we’ll die

      and no one will ever remember us.

Βίκυ Παπαπροδρόμου: ό,τι πολύ αγάπησα (ποίηση, πεζογραφία & μουσική)

[Ενότητα Είσοδος κινδύνου (1975-1980)]

Ανθρωπιστές

Δώστε ψωμί
Στους πεινασμένους
Φωνάζουν οι ανθρωπιστές
Και γυρίζουν
Απ’ την άλλη μεριά
Να στήσουν καβγά
Για την κακοψημένη
Μπριζόλα.

Από την ποιητική τριλογία (1972-1980) Χειροκροτήστε (1980) του Αργύρη Μαρνέρου

Οι ποιητές της Θεσσαλονίκης τον 20ό αιώνα και ως σήμερα (ανθολογία) / Αργύρης Μαρνέρος

View original post

ΕΛΛΑΣ

ΘεσσαλονίκηΈνας ανεκτίμητος αρχαιολογικός θησαυρός, μια πόλη κάτω από την πόλη ήρθε στο φως στη διάρκεια των αρχαιολογικών ανασκαφών που γίνονται στο πλαίσιο της κατασκευής του μετρό Θεσσαλονίκης. Εδώ και έξι χρόνια είναι σε εξέλιξη η μεγαλύτερη έρευνα στην ιστορία της Θεσσαλονίκης, η οποία αποκάλυψε μέχρι σήμερα 135.000 ευρήματα (εκ των οποίων τα 104.492 κινητά) σε έκταση 35 στρμ. με δαπάνη 82 εκατ. ευρώ.

View original post 2,485 more words

YANNIS RITSOS-POEMS, Selected Books, Volume III

AJAX


Τότε θυμήθηκα τη Σαλαμίνα — κάτι ωχρά πρωινά με ομίχλη και ψιχάλα
που έσβηναν όλα μες στο χρόνο — βάρκες, άγκυρες, κρασοπουλειά, ψαροπωλεία
κι έφεγγε μόνο ο δρόμος ασημένιος, ολομόναχος, προχωρώντας αόριστα κάπου,
στρίβοντας κάθε τόσο, ξαναστρίβοντας για ν’ αποφύγει αόρατα εμπόδια
ή για την ίδια του ευχαρίστηση, μ’ εκείνο το άσπρο ασημένιο.

Στο σπίτι, βρήκα τη μητέρα καθισμένη στην τραπεζαρία,
σκυφτή, στοχαστική, περνώντας σε λεπτή κλωστή μαργαριτάρια
λευκά, γαλαζωπά, ασημένια. «Τί θα τα κάνεις, μητέρα;» της είπα.
Κι εκείνη: «Θα τα ρίξω στο πηγάδι». Χαμογέλασε. «Μα τότε
γιατί τ’ αρμαθιάζεις;». Την κοιτούσα. Δε σήκωσε τα μάτια. «Κείνη που θα τα φορέσει
έτσι τα θέλει», αποκρίθηκε. Και μονομιάς κατάλαβα
πως μέσα σε κάθε πηγάδι, και μέσα μας, είναι μια όμορφη γυναίκα πνιγμένη,
μια πνιγμένη γυναίκα που δε λέει να πεθάνει, κι ούτε ξέρω τί σημαίνει,
καρτερική, καρτερική, κάτω απ’ το θόρυβο που κάνουν τ’ άλογα, τ’ αμάξια, τ’ άρματά μας.

Άνοιξε τα παράθυρα, άνοιξε την πόρτα, ξεμαντάλωσε τη μάντρα.
Δεν είναι τίποτα. Θα βγω για λίγο να πλυθώ στο ποτάμι. Πες στον Τεύκρο —
Αλήθεια, πού ’ναι ο Τεύκρος; Τεύκρο, Τεύκρο. Πάρτε τα κι αυτά τα ζώα.

Πάω να πλυθώ, να πλύνω το σπαθί μου· — ίσως και βρω έναν άντρα να τα πούμε.
Τί όμορφη μέρα, —ω φέγγος του ήλιου, ποτάμι χρυσό— Γεια σου, γυναίκα.


Then I remembered of Salamis, some pale mornings,

foggy and drizzly that faded in time, boats, anchors,

wineries,  fish markets where only the silvery road

gleamed, all alone, leading to some vague place, ever

so often turning, just to avoid invisible obstacles or its

own pleasure with that silvery white. 

I found mother at home; she was sitting in the dining

room, stooping, thoughtfully passing white, light-blue,

silvery pearls through a light thread. What will you

do with them, mother? I asked. I’ll throw them in

the well, she smiled, but then why you pass them

through the thread? I looked at her. She didn’t raise

her eyes, the one who will put them on wants them

this way, she answered. And at once I understood that

there’s a beautiful woman drowned in each water well,

a drowned woman who doesn’t seem ready to die, and I

don’t know what it means, a resigned woman, under

the noise of the horses, and chariots, and our armory.

Open the windows, open the door, unseal the gate.

It’s nothing. I’ll go to the river to wash. Tell Teucer —

where is Teucer? Teucer, Teucer. Take these animals

too.

I’m going to wash, to clean my sword, perhaps

I’ll find a man to talk to. What a beautiful day,

oh, bright sunlight, golden river. Goodbye woman.