ΤΟ ΑΜΑΞΙ
Ο άγνωστος κουβέντιαζε χαμηλόφωνα με τη γυναίκα, βέβαια,
η γυναίκα είχε πεθάνει, κι εκείνος κοίταζε το πεπρωμένο, που σαν
μια άδεια άχρηστη θήκη αφήνουν οι νεκροί πάνω στο κάθισμα,
τα πουλιά χτυπούσαν στο ταβάνι κι έπεφταν στο βρώμικο νιπτή-
ρα, εδώ τέλειωναν όλες οι ιστορίες, βαλσαμωμένοι γέροι κάθονταν
πίσω απ’ τα τζάμια, κι η στοά σκοτεινή με τα υγρά μαγαζιά που
πουλούσαν μεγάλα στρίποδα για φέρετρα και στέφανα απ’ τις δόξες
που είχαμε ονειρευτεί,
όμως, στό ίδιο σπίτι κατοικούσαν κι εκείνοι οι άλλοι, που δεν
τους βλέπουμε, μόνο τις νύχτες άκουγες να περπατάνε κρατώντας
τις σβησμένες λάμπες, και καμιά φορά περνούσαμε για δικές μας
τις ακατάληπτες χειρονομίες τους,
κι η μικρή πεθαμένη υπηρέτρια, που πλαγιάζαμε κάποτε, άπλω-
νε τώρα το χέρι της μέσα στις αγρύπνιες μου να της δώσω ένα
ζευγάρι κάλτσες που της είχα υποσχεθεί.
Έπειτα ησυχία, κι ο θόρυβος του αμαξιού που έφευγε έσβηνε
σιγά-σιγά.
THE CAR
The stranger chatted with the woman in low tone voice; the stranger
of course was dead and he stared at his destiny: that useless outline
the dead leave on the chair.
Birds struck the ceiling and fell into the dirty sink where all
the stories ended; embalmed old men sat behind the window glass;
the stoa was dark with the damp stores where they sold tripods
for caskets and wreaths for the glory we once dreamed, however,
those others lived in the same house; those we never see, yet
you hear them during the nights when they walk holding
the burnt lamps and sometimes we mistook their incomprehensible
gestures as ours, while the young dead servant girl, with who
we made love long ago, stretched her arm over my vigils so that
I would give her the pair of nylons I had promised her.
Then stillness and the sound of the departing car slowly faded
away.
~Τάσου Λειβαδίτη-Εκλεγμένα Ποιήματα/Μετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη
~Tasos Livaditis-Selected Poems/Translated by Manolis Aligizakis