ΤΟ ΑΚΑΘΟΡΙΣΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ
Τώρα τα χρόνια πέρασαν κι εγώ που αγάπησα όλες τις χαρές του
κόσμου
ήρθε η ώρα να τις απαρνηθώ — οι μέρες φεύγουν γρήγορα
και τις νύχτες εμφανίζεται αυτό το ακαθόριστο πρόσωπο στη σκάλα
“τί θέλεις;” ρωτούσα φοβισμένος “το μερίδιό μου” απαντούσε, Θεέ
και Κύριε, πού να βρω έναν ολόκληρο θησαυρό να του δώσω
γιατί ποιος δεν ξόδεψε έναν θησαυρό στη νεότητά του —
ήμουν τόσο λυπημένος που τα βήματά μου μ’ οδηγούσαν στο παλιό
πατρικό σπίτι ή ερωτευόμουν ένα σταματημένο ρολόι
θυμάσαι τα ειδύλλια με τις ξαδέρφες; τόσα καλοκαίρια και δεν κα-
τορθώσαμε να εξερευνήσουμε τον κήπο
τόσα φθινόπωρα και δε γνωρίσαμε ακόμα την ψυχή μας
κι ώ συντριβή του ονείρου μας: μας έκλεισες όλους τους δρόμους για
να μας ανοίξεις ένα μονοπάτι στο άγνωστο.
Μια μέρα θα βρέχει και θα πεθάνω από νοσταλγία.
UNSPECIFIED PERSON
Now the years have passed and I who have loved all the joys
of the world,
I have to deny them now; days run by us fast
and at night that unspecified person appears by the stairway:
“what do you want?” I ask in fear “my share” he answers
God my Lord where can I find such a treasure to give him
because who hasn’t spent a whole treasure in his youth?
I was so sad that my steps guided me to the old family
home or I could fall in love with a stopped clock;
do you remember our flirting with our cousins? So many
summers and we didn’t manage to discover the garden;
so many autumns and we still haven’t discovered our souls
and oh, shattering of our dream: you shut all our paths just
to open a path to the unknown.
One day it’ll rain and I’ll die of nostalgia.
TASOS LIVADITIS—SELECTED POEMS, translated by Manolis Aligizakis, Libros Libertad, Vancouver, 2014