
ΚΑΤΩ απ’ το μανδύα ενός άλλου πηγαίνουμε, πού προχωράει
σιωπηλός, δίχως όνομα, ίσως γι’ αυτό και πιο αληθινός, κι όταν
σηκώνουμε το κύπελλο, είναι κι εκείνο μες στο μυστικό και δεν
ξεδιψάμε, γιατι η πρόνοια μας θέλει βιαστικούς, ολομόναχους μες
στην υπόσχεση, σαν τα χωράφια που πηγαίνουν σκεπασμένα το
φθινόπωρο, και μόνον όποιος φεύγει ξαναβρήκε την πατρίδα, αφού
κάθε μας λέξη εδώ μια πόρτα σφαλά εκεί ή ένα παράθυρο, κι αυτό
που έρχεται σαν σκόνη ή σαν σφάλμα κάθεται πάνω στο τραπέζι.
Όμως τα βράδια, ο οποιοσδήποτε είναι ένα πρόσωπο προορι-
σμένο.
WE WALK under the heavy coat of someone else who walks on
silently, who has no name, perhaps for this he’s truer to himself and
when we raise the cup it also hides in the secret so we don’t quench
our thirst because providence wants us to be fast, lonely, inside
the promise like the fields that in the fall go covered and only one
who leaves rediscovers his motherland since our every word shuts
a door here or a window there and what comes as dust or mistake sits
on the table.
However at night anybody can be the destined person.