ΟΡΚΟΣ
Στάθηκε στο παραπέτο του παλιού κάστρου
από κάτω μας η πεινασμένη άβυσσο
λίγο βαθύτερα η θάλασσα λαμποκοπούσε
κι ημερωμένα κύματα χαιδεύαν
το κίτρινο αμμουδερό ακρογιάλι
και σήκωσε το χέρι του οριζόντια
λες κι ορκιζόταν στ’ ατέλειωτο του ήλιου
σαν να υποσχόταν να ξαναγυρίσει
μιαν άλλη φορά σαν χρειαστούμε
καινούριο σύμβολο, κάποιον
που να σταθεί κατά της απληστίας
και της αδηφαγίας μερικών
που όλοι μέσα τώρα κολυμπούσαν
βολεμένοι και παχουλοί
στη πρόσκαιρη χαώδη χόρταση
και το κάστρο τούτο που δεν ανεχόταν
ηγέτες με τις παρωπίδες έτριξε κι ίσως
γι’ αυτό κι ο ήρωάς μας επέμενε να δείχνει
τη θάλασσα προς κάτω και σιγοπερπάταγε
προς την άκρη του τειχιού κι έκανε το σχήμα
του σταυρού πάνω απ’ το αιώνειο κενό
πριν αφεθεί στη λύτρωση του μηδενός
OATH
He stood at the edge of the old
castle’s parapet
below it the hungry abyss
even lower the gleaming sea
ready to splash its first wave
onto the yellow soft sandy beach
and he raised his arm
as though taking an oath
as though promising to come back
at another time when we’ll need
a new leader to guide us
to our final victory against
our own greed and gluttony that
we’re comfortably in
and exquisitely satisfied
and the old castle creaked as
it couldn’t tolerate leaders with blinkers
though our hero pointed to the horizon
while stepping on the parapet’s edge
and crossed himself over
the void before he flew
to the deliverance of emptiness
~Nostos and Algos, Ekstasis Editions, Victoria, BC 2012