Archive for April, 2013

Χαώδης

 

     Η κρυστάλλινη αυγή έφτασε ηλιόλουστα γεμάτη,

γελαστό πρόσωπο μωρού που αντίκρισε τη μαμά του

όταν αποφασίσαμε το χάος να ερωτευτούμε, κάθε αυγή

να πλάθουμε καινούριο κόσμο, σαν μιας φαμίλιας

ορφανών ψωμί ζεστό και μυρωδάτο δικαίωμά μας

ήταν όλα να τα περιφρονήσουμε, τον προσηλυτισμό

τρελλών ρασοντυμένων.

 

     Η κρυστάλλινη αυγή έφτασε ηλιοτρόπια γεμάτη,

που αποφασίσαμε γιοφύρι να γίνουμε που πάνω του

τα πρώτα βήματα του Υπερανθρώπου θα γραφόταν.

Εμείς, οι τελευταίοι των ανθρώπων το τέλος μας

θα βρίσκαμε, γιατί όσο αγαπούσε τη ζωή ο Υπεράνθρωπος

τόσο αγαπούσε κι εμάς που θυσιάσαμε την ασήμαντή μας

ύπαρξη στην αναζήτηση της ατελής τελειότητας

του ατελούς χάους.

 

Chaotic

 

     The crystal dawn arrived. Full of sunlight, babyface

that smiles at the first sight of his mother, we decided

to fall in love with chaos, every morning to kneed

a new world, like a loaf of bread for the family of orphans,

warm and aromatic, it was our privilege to disdain everything

proselytism of fools wearing cassocks.

 

     The crystal dawn arrived. Full of sunlight when we decided

to become the bridge where the first steps of Ubermensch

would be marked. We, the last of men, would find our end

because as Ubermensch loved life He loved us equally,

for we sacrificed our insignificant existence in search

of the imperfect perfection of the imperfect chaos.

~Ubermensch/ΥπεράνθρImageωπος

Μουσείο Βατικανού

Ντά Βίντσι, Ραφαήλ, Μικελάντζελο, — πώς κλείσαν

τούς πιό μεγάλους ουρανούς στό ανθρώπινο πρόσωπο, στό ανθρώπινο σώμα,

νύχια ποδιών καί χεριών, φύλλα καί άστρα, θηλές, όνειρα, χείλη, —

τό κόκκινο καί τό γαλάζιο, τό απτό καί τό ασύλληπτο. Απ’ τό άγγιγμα ίσως

αυτών τών δακτύλων νά γεννήθηκε καί πάλι ο κόσμος. Η απόσταση

ανάμεσα σ’ αυτά τά δάχτυλα μετράει μέ ακρίβεια ακόμη

τήν έλξη τής γής καί τή διάρκεια.

Δέν αντέχω — είπε—

τόση ομορφιά καί τόση αμαρτωλή αγιότητα. Θά βγώ στόν άσπρο εξώστη

νά κανπνίσω συνέχεια δεκαπέντε τσιγάρα, αποθαυμάζοντας από ψηλά

τή θέα τής Ρώμης, βλέποντας κάτω τά μεγάλα λεοφωρεία

ν’ αδειάζουνε τσαμπιά τουρίστες στά προπύλαια τού Μουσείου,

σπάζοντας μέ τά δυό μου ΄δαχτυλα μέσα στήν τσέπη τού παντελονιού μου

ένα σωρό κλεμμένες οδοντογλυφίδες, σάν νά σπάζω

όλους τούς ξύλινους σταυρούς όπου σταυρώθηκαν οι ανθρώπινες επιθυμίες.

~Ρώμη, 18.ΙΧ.78

 

Vatican Museum

da Vinci Raphael Michelangelo, – how they incised

the greatest skies in the human face, in the human body

toenails and fingernails, leaves and stars, nipples, dreams, lips, –

to red and the light blue the tangible and the inconceivable. Perhaps from

touching of these two fingers the world was reborn. The space

between these two fingers still measures accurately

the earth’s pull and duration.

I can’t bear it – he said –

so much beauty and so much sinful sanctity. I’ll go out to the white

balcony and smoke fifteen cigarettes in a row, marveling at the

view of Rome from high above looking at the big buses below

unloading bunches of tourists at the Museum’s front

breaking with my two fingers in my pants pocket

a bunch of stolen toothpicks, as if I would break all

the wooden crosses where all human desires were crucified.

             

                                                                                            ~Rome, 18-9-78

~translation Manolis Aligizakis

~Yannis Ritsos-Poems”  www.libroslibertad.ca

Στήν Οδό πού δέν ονομάστηκε “οδός Παζολίνι”

Πλατύ πρωινό τής Ρώμης πού πλαταίνει τό σύμφωνο λάμδα

μές στίς φωνές τών μικροπωλητών, στά λάστιχα τών έοφωρείων,

καί στή σιωπή τών αγαλμάτων.

Ώχρα σκιασμένη στίς ανατολικές προσόψεις

τών μαγαζιών καί τών μεγάρων. Πόρτες καί πόρτες

συγκρατούν τά ημικύκλια τών ίσκιων σ’ ένα κ ά π ο τ ε. Παράξενο,

— είπε —

σέ μιάν αρχαία πολιτεία, μέ κόκκινα σκοτεινά χρώματα,

νά υπάρχουνε παιδιά κρατημένα απ’ τό χέρι τής μάνας τους

σ’ αυτούς τούς πολυσύχναστους δρόμους, κάτω από αναρίθμητα παράθυρα,

εδώ

πού ο Παζολίνι σεργιανούσε τίς νύχτες του, — Στρατσιόνε Τέρμινι, εδώ

πού σ’ ένα υπαίθριο σανιδένιο κιόσκι ένας χοντρός σύγχρονος Νέρων

πουλούσε στούς περιηγητές πολύχρωμα φουλάρια. Αγόρασα ένα κόκκινο

τό `δεσα στό λαιμό μου, καί καταμεσής τού δρόμου σφύριξα:

Ε μ π ρ ό ς  τ ή ς  γ ή ς  ο ι  κ ο λ α σ μ έ ν ο ι,  Ε μ π ρ ό ς  τ ή ς  γ ή ς

ο ι  κ ο λ α σ μ έ ν ο ι.

~Ρώμη, 18.ΙΧ.78

The Street That Was Not Named “Pasolini Street”

Wide morning in Rome that widens the consonant l

amid the vendors yelling, the tires of buses

and the statues’ silence.

Ocher shadowed in the eastern facades

of stores and buildings. Doors and doors uphold

the semicircles of shadows at one time. Strange –

he said –

in an ancient city, with red and dark yellow colors

to find children held by their mother’s hand

in these very busy streets, under the countless windows,

here

where Pasolini saunter in the night – Termini Station, here

in an outdoor wooden kiosk a contemporary fat Nero was

selling colorful scarves to tourists. I bought a red one

and tied it around my neck and in the midst of the street I whistled

C o m e  o n  a l l  t h e  e a r t h’ s  s i n f u l, C o m e  o n  a l l  t h e

e a r t h’ s  s i n f u l

 

                                                                               ~Rome, 18-9-78

~Translation, Manolis Aligizakis

~“Yannis Ritsos-Poems” www.libroslibertad.ca