ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ//PHILOCTETES
by Yannis Ritsos/Translated by Manolis Aligizakis
Ένα άλλο βράδυ —θυμάμαι— είχε βάλει τα χέρια της γύρω στη λυχνία
να προστατεύσει τη φλόγα απ’ τον άνεμο· τα χέρια της
έγιναν διάφανα, τριανταφυλλένια, σα δυο μεγάλα ροδοπέταλα —
ένα περίεργο άνθος, κι η φλόγα της λυχνίας
ένας απίθανος ύπερος. Τότε, είδα
τα κλειδιά της αφημένα στην πέτρινη σκάλα,
πλάι στα σακίδια και στα τόξα των κυνηγών· — κατάλαβα:
αυτά τα χέρια τίποτα δε θα μπορούσαν πια να ξεκλειδώσουν,
τόσο μοναχικά, τόσο περίβλεπτα, κλειδωμένα για πάντα
μέσα στην ίδια τους διαφάνεια. Όταν μιλούσε
ήταν σα ν’ αποσιωπούσε το κυριότερο· και τα χείλη της πρόβαιναν μόλις
μέσ’ απ’ τον ίσκιο που έριχναν τα μακριά της ματόκλαδα.
Θυμάμαι ακόμη κάποιο μεσημέρι: καθώς έπινε νερό απ’ τα δέντρα,
πρόσεξα πάλι τα χέρια της — πιο διάφανα
απ’ το ποτήρι που κρατούσε· η σκιά του ποτηριού της
έπεσε πάνω στο χορτάρι — ένας κύκλος φωτεινός, ανεπαίσθητος· τότε
μια μέλισσα κάθισε στο κέντρο του κύκλου, με τα φτερά της ελαφρά φωτισμένα,
σαν πολιορκημένη απ’ το συναίσθημα μιας ανεξήγητης ευτυχίας.
Ήταν το τελευταίο καλοκαίρι, πριν κληθώ κι εγώ με τη σειρά μου.
I remember another evening when she had placed her hands
around the lamp to shield the flame from the wind; her hands
turned diaphanous, rosy, like two large rose petals,
a strange flower and the flame of the lamp a unique pistil. Then
I saw her keys left at the stone stairs next to the bags
and bows of the hunters — I understood: her hands couldn’t
unlock anything anymore, so lonely, so well cared
forever locked in their diaphaneity. When she spoke, it was
as if she withheld the most crucial point; her lips just visible
beyond the shadow of her long eyelashes.
I also remember one certain high noon when she was drinking
water under a tree I observed her hands — more diaphanous
than the glass she was holding; the shadow of her glass
fell on the grass — a lighted, imperceptible circle;
when a bee landed in the center of the circle, her wings
vaguely lighted, as if surrounded by the emotion
of an inexplicable happiness. This was the last summer
before it was my turn to be called too.