O εμβληματικός Wilhelm Furtwängler με τον Ernest Ansermet. Παρίσι 1945
Μια αγαπημένη συνήθεια, κατά τη διάρκεια της καθημερινής διαδικτυακής ανάγνωσης των πρωτοσέλιδων των εφημερίδων και της αλίευσης διαφόρων πληροφοριών (συνήθως ανούσιων), αποτελεί και η ακρόαση μουσικής. Το τελευταίο διάστημα, τείνω να συνδυάζω τις ειδήσεις περί του προεκλογικού αγώνα με τις σαγηνευτικές μελωδίες της κλασικής μουσικής. Από τον Mahler και τον Wagner, μέχρι τον Sibelius και τον Shostakovich. Προχθές έτυχε να ακούσω, για μια ακόμη φορά, την αριστουργηματική και ρωμαλέα εκτέλεση της 9ης του Beethoven από τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου, σε μια ηχογράφηση του 1942 και υπό τη διεύθυνση του Wilhelm Furtwängler.
♠ Wilhelm Furtwängler – Berlin Philharmonic Orchestra – Beethoven’s Symphony No. 9 in D minor op 125 ♠
Πρόκειται, ίσως, για την ωραιότερη εκτέλεση της περίφημης μουσικής δημιουργίας του Ludwig van Beethoven. Ένα πραγματικό μουσικό ντοκουμέντο, που συνδυάζει την έκσταση που αφειδώς χαρίζει στον ακροατή η, πλημμυρισμένη από πάθος, παράσταση του κορυφαίου μαέστρου της κλασικής μουσικής, και την καταβύθιση στις γκρίζες σελίδες της πρόσφατης ευρωπαϊκής ιστορίας. Η εμβληματική μορφή του Furtwängler, μου θύμισε μια εξαιρετική θεατρική παράσταση που είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω, πριν αρκετά χρόνια. Την «Προσωπική Συμφωνία».
Το έργο του Ronald Harwood είναι ένα από τα σημαντικότερα θεατρικά που έχω παρακολουθήσει και αυτό που μου προξένησε τα εντονότερα συναισθήματα. Συνετέλεσαν σ’ αυτό η ακτινοβολούσα δύναμη του καλογραμμένου κειμένου, η εξαίρετη μουσική επένδυση της παράστασης, οι αξιόλογες ερμηνείες των ηθοποιών, αλλά και ο χώρος που ανέβηκε η παράσταση, μιας και το Υπόγειο της οδού Πεσμαζόγλου είναι ένα μέρος εμποτισμένο με την αύρα του Καρόλου Κουν και τη δράση που έχουν αναπτύξει οι πολιτιστικοί κληρονόμοι του Θεάτρου Τέχνης.
Η ιστορία της «Προσωπικής Συμφωνίας» είναι αληθινή. Πρόκειται για μια δραματοποιημένη αναπαράσταση της ανάκρισης ενός εκ των μύθων της κλασικής μουσικής, του Γερμανού μαέστρου Wilhelm Furtwängler, που διενεργήθηκε στα πλαίσια της Αποναζιστικοποίησης του καλλιτεχνικού χώρου, από τους Αμερικανούς, με την ισχύ και τη νομιμοποίηση των νικητών του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Ο Furtwängler υπήρξε μια συγκλονιστική καλλιτεχνική παρουσία, έμεινε στην ιστορία ως ο «Θεός του πόντιουμ» και πολλοί τον χαρακτήρισαν ως τον «Ζωγράφο της Κλασικής Μουσικής».
Το 1933, όταν ο Hitler ανέλαβε τα ηνία της εξουσίας, οι Εβραίοι συνάδελφοι του Furtwängler αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Γερμανία, ενώ άλλοι αυτοεξορίστηκαν ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τη κατάπτωση που είχε περιέλθει ο λαός των Γερμανών, αλλά και ως έσχατη πράξη προειδοποίησης για τα δεινά που διέβλεπαν να καταφθάνουν. Ο Furtwängler επέλεξε να παραμείνει στη χώρα του, με σκοπό τη διατήρηση της υψηλής μουσικής παράδοσης για χάρη του λαού του.
Ανάμεσα στους πιο ένθερμους θαυμαστές του μεγάλου μαέστρου υπήρξε και ο ίδιος ο Hitler καθώς και όσοι έλεγχαν μαζί μ’ αυτόν τη Ναζιστική κουλτούρα, όπως για παράδειγμα ο Paul Joseph Goebbels. Την περίοδο λοιπόν που χιλιάδες Εβραίοι εξοντώνονταν, η Φιλαρμονική Ορχήστρα και η Όπερα μάγευαν τα πλήθη με τις εκπληκτικές εκτελέσεις των έργων του Ludwig van Beethoven, του Wolfgang Amadeus Mozart και του Wilhelm Richard Wagner. Η μουσική είχε μεταβληθεί σε όργανο καταδυνάστευσης στα χέρια του Goebbels και των υπόλοιπων «πνευματικά ανώτερων» ηγετικών στελεχών του Ναζιστικού καθεστώτος.
Ο Furtwängler κατηγορήθηκε ως φιλικά προσκείμενος προς το καθεστώς. Το στοιχείο που κατέτεινε προς την στοχοποίηση του μαέστρου, ήταν μια φωτογραφία – που έκανε το γύρο του κόσμου – η οποία παρουσίαζε τον Hitler να συγχαίρει τον μαέστρο μετά από μια παράσταση και να του προσφέρει λουλούδια. Ο μαέστρος δεν έπαψε να αρνείται την κατηγορία αυτή ως το τέλος της ζωής του. Πολύ περισσότερο υποστήριζε πως με τη μεγάλη φήμη που απέκτησε με το έργο του, τού δόθηκε η δυνατότητα να κριτικάρει ανοιχτά το καθεστώς αλλά και να φυγαδεύει με επιτυχία δεκάδες Εβραίων μουσικών διαμέσου της ορχήστρας του.
Πράγματι, ο μαέστρος είχε αντιταχθεί ανοιχτά στην απαγόρευση του έργου του Paul Hindemith «Ο Ζωγράφος Ματίς», που είχε χαρακτηρισθεί ως εκφυλισμένη μουσική από το καθεστώς, γεγονός που τον οδήγησε και σε παραίτηση του αξιώματος του Διευθυντή της Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Βερολίνου. Όσον αφορά τη φυγάδευση πολλών ελπιδοφόρων – στην πλειοψηφία τους Εβραίων – μουσικών μέσω της ορχήστρας του, τα σχετικά έγγραφα μυστηριωδώς χάθηκαν προ της έναρξης της διαδικασίας της ανάκρισης του από την Επιτροπή Αποναζιστικοποίησης.
Ο Ronald Harwood δεν λαμβάνει μια σαφή θέση ως προς το δίλημμα του διανοούμενου καλλιτέχνη μπροστά στην ανθρώπινη αγωνία. Άφησε σκόπιμα να αιωρείται η απορία για το αν η μουσική είναι ένοχη ή σωτήρια. Ως θεατής της παράστασης έμεινα με αναπάντητο το ερώτημα: αν ο μαέστρος γύρισε υπεροπτικά την πλάτη του στους ομαδικούς τάφους και τις μαζικές εκτελέσεις ή αν διηύθυνε ένα μαγικό ταξίδι για τις πονεμένες ψυχές μέσα σ’ ένα τόσο απάνθρωπο καθεστώς.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο Harwood επιτρέπει στον θεατή να αποφασίσει, μη θέλοντας να γίνει καθοδηγητής της σκέψης του. Σκόπιμα δεν δίνει το πόρισμα της ανάκρισης. Αρνείται να πάρει θέση ως προς το ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος. Ίσως γειτνιάζοντας με την παραδοχή ότι δεν υφίσταται ξεκάθαρος διαχωρισμός ανάμεσα στις δυο αυτές έννοιες. Δίδει την ελευθερία στον θεατή, να εντάξει τον εαυτό του στα ιστορικά πλαίσια ενός απολυταρχικού καθεστώτος και να αποφασίσει ποια θα πρέπει να είναι η ενδεδειγμένη στάση του καλλιτέχνη.
Για την ιστορία, θα πρέπει να τονιστεί πως ο Wilhelm Furtwängler τελικά αθωώθηκε από την Επιτροπή Αποναζιστικοποίησης, αλλά η εξοντωτική ανάκριση των Αμερικανών τον καταρράκωσε ηθικά και βιολογικά. Αυτή ήταν άλλωστε και μια σημαντική παράμετρος της παράστασης, τα όρια αντοχής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας μπροστά στον εξευτελισμό και την πίεση της εξουσίας.
Τον ρόλο του Wilhelm Furtwängler είχε ερμηνεύσει ο Άγγελος Αντωνόπουλος, ενώ ο Γιάννης Φέρτης είχε υποδυθεί τον Αμερικανό Ταγματάρχη στον ρόλο του ανακριτή. Ο ηθοποιός που μου είχε κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση, όμως, ήταν ο Μανώλης Μαυροματάκης, ως ένας εκ των μουσικών της ορχήστρας του Furtwängler. Ένας ηθοποιός εξαιρετικής ποιότητας και «βάθους», που – δυστυχώς – στη μεγάλη πλειοψηφία του κοινού, είναι γνωστός κυρίως για την τηλεοπτική του παρουσία (σήριαλ, τηλεοπτικές διαφημίσεις).
Τα παράγωγα της μεγάλης Τέχνης (βιβλία, πίνακες ζωγραφικής, θεατρικές παραστάσεις, μελωδίες), όταν δεν τα καταναλώνουμε απλώς, διατηρούν τη δυνατότητα να ξυπνούν συνειδήσεις και να επηρεάζουν τη ζωή· καμιά φορά με έναν τρόπο εντελώς ανεξήγητο, απρόσμενο και καθοριστικό. Υποθέτω ότι το έργο του Ronald Harwood ανήκει σ’ αυτή τη κατηγορία, όπως και η Συμφωνία n°4 op.98 του Brahms που ακούω και η οποία φτάνει στο τέλος της συνοδεύοντας τις λέξεις αυτού του κειμένου, που μόλις τελείωσαν.
http://www.aoratosfaros.wordpress.com
Archive for the ‘Ubermensch’ Category
Taking Sides
Posted: 20/11/2015 by vequinox in Aligizakis Manolis, Υπεράνθρωπος, Literature, Translation, Ubermensch, Wilhelm FurtwänglerTags: aligizakis, Εφημερίδες, άρθρα, ανάγνωση, ανούσιος, εμβληματικός
UBERMENSCH — ΥΠΕΡΑΝΘΡΩΠΟΣ
Posted: 09/11/2015 by vequinox in Acheron, Albert Camus, Aligizakis, Artists, Athens, dream, Greek Canadian Poets, Greek National Literary Awards, όνειρισμός, Αλυγιζάκης, Νίτσε, Υπεράνθρωπος, Nietzsche, sleep, UbermenschTags: a poem by Manolis, aligizakis, book, courage, darkness, Death, distance, funeral, hawk, ποίημα Μανώλη Αλυγιζάκη, σκότος, Θάνατος, απόσταση, βιβλίο, γεναιότητα, θάρρος, κηδεία, oak, Poet
FUNERAL
We buried him, yesterday afternoon, in the freshly dug soil,
a small twig that he was, the poet with his thin gray beard.
His only sin: so much he loved the birds that didn’t come
to his funeral.
The sun went down behind the army barracks where the future
dead slept and the lone hawk, lover of songs, sat on the oak
branch; women lamented for the day’s yellow rapture and after
approving everything the hawk flew away, as if to define
distance. Wind blew over the surface of the lake searching
for the traitor who had run to the opposite shore where
judgement was passed and the ancient cross remained with
no corpse.
Everyone felt joyous, wine and finger food had to do with it
the hawk returned without news and the beggar extended
his hand and softly begged:
“two bits, man, God bless your soul, two bits.’
ΚΗΔΕΙΑ
Χθες το απόγευμα, τον θάψαμε στο φρεσκοσκαμμένο χώμα,
λες να `τανε βλαστάρι ενός δεντρού, το ποιητή με τ’ αραιό
γκρίζο γενάκι. Μόνη του αμαρτία που αγαπούσε πολύ
τα πουλιά κι αυτά ξέχασαν στην κηδεία του να έρθουν.
Ο ήλιος έδυσε πίσω απ’ το στρατόπεδο με τους νεκρούς
της αύριον και το γεράκι, μονιάς της λαγκαδιάς, καθόταν
στης οξιάς κλαδί. Γυναίκες κλάψαν για το κίτρινο συναίσθημα
της μέρας και το γεράκι αφού όλα τα επιδοκίμασε, πέταξε
μακρυά τις αποστάσεις για να καθορίσει, ο αγέρας φύσηξε
πάνω απ’ τη λίμνη, λες κι έψαχνε για τον προδότη που είχε
πάει στην αντιπέρα όχθη, εκεί που κρίνονται οι δίκαιοι
κι ο πανάρχαιος σταυρός έμεινε δίχως κορμί.
Όλοι ένιωσαν ευέλπιστοι απ’ το κρασί και τους μεζέδες,
ξανάρθε το γεράκι δίχως να φέρει νέα κι ο ζητιάνος έτεινε
το χέρι και καλοκάγαθα ψυθίριζε:
‘ελεημοσύνη χριστιανοί, ελεημοσύνη.’
~Υπεράνθρωπος/Ubermensch, Ekstasis Editions, Victoria, BC, 2013
NIETZSCHE: Guilty Conscience
Posted: 08/11/2015 by vequinox in Greek Canadian Poets, Greek National Literary Awards, Greek Poets, Macbeth, Nietzsche, UbermenschTags: aligizakis, archetype, chthonian, conscience, courage, darkness, Death, divine, guilt, Macbeth, origin, powerful influence, society
Posted on January 17, 2015
In Shakespeare’s Macbeth, the pangs of a guilty conscience drive Lady Macbeth to madness. Her doctor remarks that medicine cannot cure a sense of guilt. “More needs she the divine than the physician.” Guilt overwhelms Lady Macbeth until she finally commits suicide at the end of the play.
Considering the powerful influence that guilt can have over a person, it is important to explore the origin and nature of this emotion in order to possibly gain some control over it. In this video, we will discuss Nietzsche’s theory concerning the origin of guilt, and we will also explain what it indicates for the future of mankind.
To feel guilty means to feel painful regret for some wrong committed. According to Nietzsche, the concepts of right and wrong arose with the development of societies. He describes guilt as a disease that humanity caught when it formed these social communities. “I look on bad conscience as a serious illness to which man was forced to succumb by the pressure of the change whereby he finally found himself imprisoned within the confines of society and peace.”
When man left the lawless wilderness and entered into societies, he entered into an entirely new world where his old instincts were worthless. Nietzsche compares this radical change experienced by man to the change experienced by the first sea animals to venture onto land. “It must have been no different for man, happily adapted to the wilderness, war, the wandering life and adventure than it was for the sea animals when they were forced to either become land animals or perish – at one go, all instincts were devalued and ‘suspended’. The poor things were reduced to relying on thinking, inference, calculation, and the connecting of cause with effect, that is, to relying on their mind, that most impoverished and error-prone organ!”
Man’s wild instincts, however, did not fade away. Instead, he was forced to turn his instincts for cruelty inwards because the new laws of societies prohibited violence. “Those terrible bulwarks with which state organizations protected themselves against the old instincts of freedom had the result that all those instincts of the wild, free, roving man were turned backwards, against man himself. Animosity, cruelty, the pleasure of pursuing, raiding, changing and destroying – all this was pitted against the person who had such instincts.”
After diverting his cruel instincts towards himself, man began to grow sick of existence. Nietzsche refers to this sentiment as the worst and most insidious illness ever to afflict man, and an illness from which man has yet to recover. “Lacking external enemies and obstacles, and forced into the oppressive narrowness and conformity of custom, man impatiently ripped himself apart, persecuted himself, gnawed at himself, gave himself no peace and abused himself, this animal who battered himself raw on the bars of his cage and who is supposed to be ‘tamed’; man, full of emptiness and torn apart with homesickness for the desert, has had to create within himself an adventure, a torture-chamber, an unsafe and hazardous wilderness – this fool, this prisoner consumed with longing and despair, became the inventor of ‘bad conscience’.”
Despite the dismal diagnosis of civilized man’s illness, Nietzsche regarded the disease of guilt, like all other afflictions in life, to be an opportunity to enhance human excellence. To him, mankind’s ability to turn against itself is indicative of man’s potential to achieve something great in the future – to achieve the meaning of the earth – to achieve the birth of the Ubermensch. “The prospect of an animal soul turning against itself was something so new, profound, puzzling, contradictory and momentous that the whole character of the world changed in an essential way. Man arouses interest, tension, hope, almost certainty for himself, as though something were being announced through him, were being prepared, as though man were not an end but just a path, an episode, a bridge, a great promise.”
To conclude, Nietzsche asserts that a guilty conscience developed when mankind formed societies and established laws. These social institutions forced man to turn his cruel and wild instincts inwards against himself. When man finally overcomes his bad conscience – which is nothing more than contempt for life – he will be one step closer to giving birth to the Ubermensch.
http://www.orwell.wordpress.com
Nietzsche: Promethean Übermensch–Νίτσε: Προμηθέας-Υπεράνθρωπος
Posted: 03/10/2015 by vequinox in Acheron, Bible, Creator, Βίβλος, Δίας, Δημιουργός, Ελληνική μυθολογία, Νίτσε, Προμηθέας, Τιτάνας, Υπεράνθρωπος, Nietzsche, Prometheus, Titan, UbermenschTags: aligizakis, defiant, deluge, eagel, Eden, παραδεισος, Όλυμπος, Αλυγιζάκης, Μυθολογία, αετός, βάσανα, κατακλυσμός, mankind, mount olympus, mythology, suffering
Prometheus is a Titan of Greek mythology who stole fire from Mount Olympus and gave it to mankind, defying the decree of Zeus. As punishment, Zeus ordered Prometheus to be chained to a rock where an eagle daily tore at his entrails. In this video, we will discuss the myth of Prometheus and its relevance to Nietzsche’s idea of the Superman.
In Aeschylus’ version of the myth, Prometheus knows the identity of the person who will overthrow Zeus as King of the Gods. Zeus desperately tries to extract the information from Prometheus, but the Titan remains defiant. Zeus might possess more physical power than Prometheus, but Prometheus’ intellectual power renders him much stronger than Zeus.
Nietzsche draws a comparison between Zeus and the God of the Bible. Just as Zeus became frightened by the knowledge of Prometheus, the God of Genesis became frightened by the knowledge of mankind after it ate from the forbidden tree of knowledge. “It was through woman that man learned to taste of the tree of knowledge. The old God was seized by mortal terror. Man himself had been his greatest blunder; he had created a rival to himself; science makes men godlike—it is all up with priests and gods when man becomes scientific! So the old God comes to his final resolution: “Man has become scientific—there is no help for it: he must be drowned!”
But mankind proved to be as resilient as Prometheus. It survived the flood and the expulsion from Eden into the world of suffering. As Prometheus overcomes Zeus with knowledge, so too does mankind overcome the belief in God with the developments of modern science. However, Nietzsche warns of the nihilism looming over us after the death of God. “God is dead. God remains dead. And we have killed him. How shall we comfort ourselves, the murderers of all murderers? What was holiest and mightiest of all that the world has yet owned has bled to death under our knives: who will wipe this blood off us? What water is there for us to clean ourselves? What festivals of atonement, what sacred games shall we have to invent? Is not the greatness of this deed too great for us? Must we ourselves not become gods simply to appear worthy of it?”
God bestowed value and meaning upon life. Something must replace God – otherwise humanity will sink into an undesirable state of nihilism. Thus, Nietzsche introduces his concept of the Ubermensch or Superman. Nietzsche’s Superman is entirely free from external influence. He is the creator of new values that replace the old values given by God. “I teach you the overman. Man is something that shall be overcome. What have you done to overcome him? All beings so far have created something beyond themselves. Do you want to be the ebb of this great flood and even go back to the beasts rather than overcome man? What is the ape to man? A laughingstock and a painful embarrassment. And man shall be just that for the Superman: a laughingstock and a painful embarrassment.”
The Superman finds value and happiness in activities that most would least expect – in suffering and in overcoming resistance. “The most intelligent men, like the strongest, find their happiness where others would find only disaster: in the labyrinth, in being hard with themselves and with others, in effort; their delight is in self-mastery; in them asceticism becomes second nature, a necessity, an instinct. They regard a difficult task as a privilege; it is to them a recreation to play with burdens that would crush all others.”
To conclude, the myth of Prometheus is similar to the story of mankind. Prometheus overcomes Zeus with the power of knowledge, and mankind overcomes the belief in God with the power of modern science. But Nietzsche recognizes that science cannot replace the void left by God. Science cannot bestow value and meaning upon life. The rise of the Superman – the creator of new values – is required to rescue mankind from the abyss of nihilism. And the Superman finds our lost meaning after the death of God in suffering and in overcoming resistance.
Νίτσε: Προμηθέας-Υπεράνθρωπος
Ο Προμηθέας ήταν ο τιτάνας της Ελληνικής Μυθολογίας που έκλεψε τη φωτιά απ’ τον Όλυμπο και την έδωσε στον άνθρωπο προκαλώντας έτσι την οργή του Δία. Ο Δίας για να τον τιμωρήσει διάταξε να τον καρφώσουν σ’ ένα μεγάλο βράχο κι ένα αετός πήγαινε κάθε μέρα κι έτρωγε το συκώτι του.
Σύμφωνα με τον Αισχύλο ο Προμηθέας γνωρίζει ποιος θα πάρει το θρόνο του Δία κι όταν ο Δίας ρωτά τον Προμηθέα να του τον αποκαλύψει ο τιτάνας αρνείται. Η δύναμη του Δία είναι ανώτερη απ’ του τιτάνα αλλά η πνευματικότητα του Προμηθέα τον κάνει ακόμα πιο δυνατό κι απ’ τον Δία.
Ο Νίτσε συγκρίνει το Δία με το Θεό της Βίβλου. Όπως ακριβώς ο Δίας φοβάται τη γνώση του Προμηθέα έτσι κι ο Θεός της Γένεσης φοβάται το δημιούργημά του, τον άνθρωπο που απόκτησε γνώση τρώγοντας απ’ το δέντρο της γνώσης που του είχε απαγορεύσει. Ο άνθρωπος γίνεται έτσι το μεγαλύτερο λάθος που δημιούργησε ο Θεός αφού έγινε ανταγωνιστής του. Η επιστήμη κάνει τον άνθρωπο όμοιο με το θεό. Γι αυτό κι αποφάσισε να τον εξαφανίσει με τον κατακλυσμό. Αλλά ο άνθρωπος αποδυκνεύεται πιο έξυπονος κι επιζεί τον κατακλυσμό και ζει στον κόσμο του πόνου. Όπως ο Προμηθέας αναχαιτίζει τη δύναμη του Δία με τη δύναμη του δημιουργικού του νου έτσι κάνει και ο άνθρωπος της Βίβλου. Αλλά ο Νίτσε προειδοποιεί για τον μηδενισμό που υποδαυλίζεται όταν η έννοια του θεού αλλοιώνεται. “Ο Θεός πέθανε, τον έχουμε σκοτώσει. Πώς να βρούμε γαλήνη εμείς οι δολοφόνοι των δολοφόνων; Το μαχαίρι μας έχει χύσει το αίμα του πιο άγιου των αγίων. Ποιος θα το σκουπίσει απ’ τα χέρια μας; Πού να βρούμε νερό να το ξεπλύνουμε; Τί είδους θυσίες να κάνουμε για να συγχωρηθούμε;”
Ο Θεός έδινε αξία και νόημα στη ζωή μας. Ποιος θ’ αντικαταστήσει το Θεό προτού πέσει η ανθρωπότητα στην παγίδα του μηδενισμού; Εδώ ο Νίτσε παρουσιάζει την έννοια του Υπεράνθρωπου— Übermensch —που είναι ανεπηρέαστος από εξωτερική επιρροή. Είναι ο δημιουργός αξιών που αντικαταστούν τις αξίες που είχε δώσει ο θεός στον άνθρωπο. “Σου διδάσκω τον υπεράνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι κάτι εφήμερο που πρέπει να ξεπεράσουμε. Τί έχετε κάνει για να ξεπεράσετε τον άνθρωπο; Πολλοί έχουν δημιουργήσει κάτι πέραν του εαυτού τους. Θα θέλατε να `στε ένα κύμα μιας παλίροιας που θα σας επιστρέψει στην κατάσταση του ζώου ή θέλετε να ξεπεράσετε τον άνθρωπο; Τί είναι ο άνθρωπος για τον πίθηκο; Γελοίος και λόγος ντροπής. Έτσι κι ο άνθρωπος είναι για τον Υπεράνθρωπο. Γελοίος και λόγος ντροπής.”
Ο Υπεράνθρωπος βρίσκει αξία κι ευτυχία εκεί που κανείς δεν περιμένει — στα βάσανα και στην υπερνίκηση της αντίστασης. “Οι πιο έξυπνοι άνθρωποι, οι πιο δυνατοί βρίσκουν την ευτυχία τους εκεί που άλλοι βλέπουν μόνο δυστυχία: Σ’ ένα λαβύρινθο, στο να είναι σκληροί στον εαυτό τους και στους άλλους, στην προσπάθεια. Η χαρά τους έγκειται στην πειθαρχία, στον ασκητισμό που τους γίνεται δεύτερη φύση, μια αναγκαιότητα, ένα ένστικτο. Η δύσκολη πορεία θεωρείται προνόμιο, θεωρείται απαραίτητο μέρος της ευτυχίας τους.”
Τελικά ο μύθος του Προμηθέα είναι παρόμοιος με την ιστορία της ανθρωπότητας. Ο Προμηθέας με τη γνώση υπερσκελίζει το Δία, κι ο άνθρωπος υπερσκελίζει την πίστη του στο θεό με τη βοήθεια της επιστήμης. Αλλά ο Νίτσε αναγνωρίζει ότι η επιστήμη δεν μπορεί να αντικαταστήσει το Θεό, κι επίσης ότι με το θάνατο του Θεού δημιουργείται ένα τεράστιο κενό που μόνο η εμφάνιση του Υπεράνθρωπου θα το συμπληρώσει και οι νέες αξίες που θα διδάξει και θα βάλει σ’ εφαρμογή θα γλυτώσουν τόν άνθρωπο από την άβυσσο του μηδενισμού. Κι ότι ο Υπεράνθρωπος διακρίνει το νόημα της ζωής μας, μετά το θάνατο του θεού, στη δοκιμασία και στο ξεπέρασμα της αντίστασης του.
~Original post in English: https://orwell1627.wordpress.com/