Θα βάλω τη μάνα μου
να μου σιδερώσει
το μαύρο μπουφάν,
εκείνο που φορούσες
ένα διάστημα
όταν πήγαινες στη δουλειά
(τότε σε ήθελαν στην τρίχα,
τώρα δε σε θέλουν καθόλου),
θα φορέσω από μέσα μια κουκούλα
«ΑΣΙΞ ΤΖΕΛΕΒΕΪΤΟΡ»,
θα πάρω και το σιδηρολοστό
(άχρηστο πια για την κιθάρα…)
και στο Τέννις, στη Λεωφόρο
Αλεξάνδρας, στα οδοφράγματα
θα τρέξω,
έτσι, χωρίς ιδεολογία,
χωρίς εχθρό,
με σκέτη οργή,
με μια εικόνα μόνο
στο κεφάλι μου,
αυτή που με στοιχειώνει
απ’ όταν έφυγα
για τελευταία φορά
απ’ το σταθμό του Η.,
το κοριτσάκι
που θα έχει τα μαλλιά της
και θα κλαίει απ’ τα μάτια μας
(ναι, τα μάτια μας),
μέσα από τους καμένους
κάδους και τις πέτρες,
μέσα από τα σπασμένα τζάμια
του Α.Τ. Σαρόκου
και τα πυρπολημένα αυτοκίνητα,
μέσα στα δακρυγόνα
και τις μολότωφ,
θα ζωγραφίζει με τη στάχτη
και τα δάκρυα
τα ΜΑΤ να με χτυπάνε
στο κεφάλι
χωρίς οίκτο
View original post 38 more words