Posts Tagged ‘sidewalk’

Medusa

 

ΧΙΟΝΙΑΣ

 

Το χιόνι σκέπασε το πεζοδρόμιο, ασημένιες ευχές για την πρώιμη άνοιξη κι άνοιξα τα μάτια μέσα στην απουσία σου, θετικό έλαβα το μήνυμα για το αναμενόμενο εγγονάκι

 

—Βγάλε το σκουπιδοντενεκέ στο δρόμο. Άφησε της ανακύκλωσης για την επόμενη εβδομάδα

 

Τ’ αποτελέσματα της αιματολογικής βγήκαν θετικά η ασθένεια κοντρολάρεται με τα χάπια και τη γυμναστική. Θα μπορούσαμε να πάμε στο ταξίδι που σχεδιάζαμε τις σκοτεινές μέρες του χειμώνα, προτού σε πάρει ο άκαρδος Χάρος, αγαπημένη μου

 

—Φέρε μου τον καφέ, δυο κουταλιές ζάχαρη σε παρακαλώ, μα τί σου λέω τώρα; Καλά με γνωρίζεις πια

 

Τα μάτια της κουκουβάγιας διαπερνούν το σκοτάδι σα να τραγουδούν

“Δώσε μου όραση και δως μου φως: σκοτάδι νικημένο απ’ την αχτίδα”Κι εγώ με το Χάρο διαπληκτίζομαι για το δικαίωμά του να σε πάρει, αγαπημένη μου. Περιπαίζει την αφέλεια μου και λέει σχεδόν τραγουδιστά

 

—Αν μέχρι τώρα δεν μ’ έχεις καταλάβει, είμαστε κι οι δυο χαμένοι 

 

 

SNOWSTORM

 

Snow has whitened the sidewalk-silver wishes for an early spring and I open my eyes in your absence to the messenger who brings happy news of another grandchild

 

Take the trash can to the curb leave the recycling bin for next week

 

Test results came back clean the disease is managed by medication and exercise we could go to the trip we’ve planned during the dark days of winter, my beloved, before the heartless Hades took you away

 

Bring the coffee, two spoons of sugar please, but why do I say this? You know me so well by now

 

Eyes of the owl pierce the night as if crying out loud: give me light and give me sight: darkness defeated by a flash

 

And I debate with Hades his right to take you, my beloved, but He scorns my idiocy and sings

 

—If you don’t know me by now, we’re both lost

 

 

 

index

ΕΠΑΙΤΗΣ

Κάθεται στο πεζοδρόμιο
το κεφάλι του ανεβοκατεβαίνει
σαν άρρωστο κολίμπριο

κι εσύ θέλεις ν’ αλλάξετε θέσεις

εκείνος να πάρει τη τσάντα σου
με τα μετρητά
το κοστούμι σου
τις μεταξωτές κάλτσες
και να σου δώσει την κίνησή του

σαν άρρωστο κολίμπριο

να βλέπεις τους διαβάτες
να ρίχνουν κάποιο νόμισμα
στο μικρό κουτί σου

ήχος συνείδησης δίχως ενοχή

απόηχος χρημάτων χαμένων
στις λάθος επενδύσεις
της πόλης άδειες καρδιές ηχούν
και πάνε πέρα δώθε χωρίς σκοπό

BEGGAR

Man sits on the sidewalk
drumming his head up and down
like a sick hummingbird

and you want to trade places with him

he’ll take your briefcase
cash in it
your pinstripe
Italian loafers
satin socks and
give you his drumming exultation

performed in unsynchronized echoes

like a sick hummingbird

to see the passersby drop
odd coins in your tin cup

sound of conscience devoid of guilt

timid whispers of moneys lost
in bad investments
city echoes vacant hearts
coming and going to no-where

 

~COLLECTION IN PROGRESS

nostos and algos cover

ΝΥΧΤΟΛΟΥΛΟΥΔΟ

Ασήμαντος κάλυκας
μικροσκοπικά πέταλα νυχτολούλουδου
που με πόσο πάθος την ευωδιά τους
σκορπίζουν ένα γύρω
στο πεζοδρόμιο της πολυκατοικίας
μέχρι και στου καμπουριασμένου
γεράκου τα ρουθούνια, που
στηριγμένος στο μπαστούνι του
ξάφνου σταματά τον πρωϊνό
περίπατο κι ενάντια στη κύρτωση
με κόπο αναντρανίζει,
τα φρύδια του υψώνει
και οσφραίνεται τα νειάτα του
σαν χθές που το απόγευμα χαθήκαν
κάπου εκεί σιμά, σε τούτη τη γωνιά
ή την απέναντι, μοναχικό δάκρυ
στου νυχτολούλουδου κυλά
τη διάφανη λευκότη

που λέει —

κι εγώ δακρύζω που γοργά η νύχτα πέρασε
NIGHT FLOWER

Insignificant calyx
miniature petals of night flower
with such pathos
spreading their fragrance
over the sidewalk
to the nostrils of stooping
old man who steadies himself
on his cane and suddenly stops
like a hound smelling his prey
morning walk in suspense
painfully he rises against his
stooping back eyebrows in wonder
as he sniffs his youth lost just
yesterday afternoon somewhere
around this corner or the one
on the opposite side a lone tear
flops on the white petal

that says—

I too grieve that the night passed by so fast

~NOSTOS AND ALGOS, Ekstasis Editions, Victoria BC, 2012
http://www.ekstasiseditions.com

Cloe and Alexandra_cover_aug265
Perfect Day

It wasn’t the seashore
of Salonica during the daybreak
so cleanly washed by
the hues of the rain
nor the sea
hoarse, violent,
wild lion with blue flames,
it wasn’t the benches in rows
with the fatty loneliness
of their emptiness,
it was that last night I dreamed
perhaps for once
for the first time, first time death
you entered my body
behind my soul
under the mouths of the body
you entered me and stayed.

Η τέλεια μέρα

Δεν ήταν η παραλία
Θεσσαλονίκη ξημερώματα
τόσο τέλεια ξεπλυμένη
στις αποχρώσεις της βροχής,
ούτε η θάλασσα
βραχνή, ορμητική
άγριο λιοντάρι με γαλάζιες φλόγες,
δεν ήταν οι φέτες τα παγκάκια
με την παχύρρευστη μοναξιά
του άδειου τους κενού,
ήταν πως χθες βράδυ ονειρεύτηκα
ότι έστω για μια φορά
φορά πρώτη, φορά θάνατος
ήρθες μέσα μου
πίσω από την ψυχή,
κάτω από τα στόματα του κορμιού,
ήρθες και έμεινες.
Sweet Afternoon

The shape of the square
the shape of the houses which delineate it,
with lit arcades, open air restaurants
and cafes.
Here the young people gather
flood the sidewalks
leave no empty table.
The futility and sensual life of the city
drowned together, dissolved
into the sweet afternoon.
And yet it was inescapable.
Here, where beauty thickened
I entered in awe.

Γλυκό απόγευμα

Το σχήμα της πλατείας,
το σχήμα των σπιτιών που την καθόριζαν,
με φωτεινές καμάρες, υπαίθρια εστιατόρια
και καφετέριες.
Σ’ αυτόν τον χώρο συνωστίζονταν η νεολαία,
κατέκλυζε τα πεζοδρόμια,
δεν άφηνε τραπέζι για τραπέζι.
Η ματαιότητα κι τρυφηλή ζωή της πόλης
πνίγονταν, διαχέονταν
μες στο γλυκό απόγευμα.
Κι όμως ήταν αναπόφευκτο:
σ’ αυτόν τον χώρο που έπηζε η ομορφιά
μπήκα με δέος.

~ “Cloe and Alexandra”, Translated by Manolis Aligizakis, Libros Libertad, 2013