Posts Tagged ‘EVENING’

cover

 

ΚΑΠΟΤΕ το σπίτι ξεχειλίζει απ’ την απαντοχή, και δεν έ-
χουμε πού να σταθούμε, βγαίνουμε τότε στον κόσμο, όπως την
πρώτη φορά, κλαίγοντας, ενώ ο ορίζοντας πέρα, με την άκρα
εγκατάλειψη, μας κλείνει μες στο μυστικό, ώσπου το βράδυ
μια άρπα ακούγεται σ’ ένα σπίτι ακατοίκητο. Είναι η ώρα
του μεγάλου ονειροπόλου, που εδώ και αιώνες, χωρίς ποτέ να
χάνεται, πηγαίνει πάντα προς το χαμό.

 

SOMETIMES the house would overflow of expectation
and we have no place to stand; then we go out to the world
like the first time crying while at the far end the horizon with
its intense abandonment hides us inside the secret, until
at night a harp is heard from the uninhabited house. It’s
the time of the great dreamer who for centuries has never
disappeared yet always walks toward oblivion.
~Tasos Livaditis-Selected Poems, translated by Manolis Aligizakis, Libros Libertad.ca
~Τάσος Λειβαδίτης-Εκλεγμένα Ποιήματα, μετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη.

~www.libroslibertad.ca

Ritsos_front large

Νυχτερινό επεισόδιο

Κάρφωσε το καρφί στον τοίχο. Δεν είχε
τί να κρεμάσει. Το κοιτούσε καθισμένος
άντικρυ στην παλιά καρέκλα. Δεν μπορούσε
τίποτα νά σκεφτεί, νά θυμηθεί. Σηκώθηκε,
σκέπασε τό καρφί μέ τό μαντίλι του. Κι άξαφνα
είδε τό χέρι του μελανιασμένο, βαμμένο
απ’ τό φεγγάρι πού στεκόταν στό παράθυρο. Ο φονιάς
είχε πλαγιάσει στό κρεββάτι του. Τά πόδια του,
γυμνά, ισχυρά, μ’ άψογα νύχια, μ’ έναν κάλο
στό μικρό δάχτυλο, ξεπρόβαιναν απ’ τήν κουβέρτα
κι οι τρίχες καμπύλωναν ερωτικά. Έτσι πάντα
τ’ αγάλματα κοιμούνται μέ τά μάτια ανοιχτά
κι ούτε είναι νά φοβάσαι όποιο όνειρο, όποιο λόγο—
τόν πιστό μάρτυρα πού σού χρειάζονταν τόν έχεις,
τόν ακριβόλογο κ’ εχέμυθο, γιατί, τό ξέρεις,
τ’ αγάλματα δέν προδίνουν ποτέ, μονάχα αποκαλύπτουν.
Nightly Event

He hammered the nail on the wall. He didn’t
have anything to hang. He stared at it sitting
on the old chair opposite it. He couldn’t
think or remember anything. He got up,
covered the nail with his kerchief. And suddenly
he noticed his bruised arm, painted by
the moon coming through the window. The killer,
in his bed, had gone to sleep. His legs,
uncovered, strong, with perfect toenails, with a callus on
the small toe, visible under the blanket
and his hairs were curling erotically. The statues
always sleep like that with open eyes and
you don’t have to fear a dream or a word –
the true witness you needed, you have him,
the precise and trustworthy; because, you know,
statues never betray, they only reveal.

~Γιάννη Ρίτσου-ποιήματα/Μετάφραση Μανώλη Αλυγιζάκη
~Yannis Ritsos-Poems/translated by Manolis Aligizakis
http://www.authormanolis.wordpress.com
http://www.ekstasiseditions.com
http://www.libroslibertad.ca

Ritsos_front large

Ο ΜΕΤΕΩΡΟΣ

Με τον καιρό οι παραστάσεις λιγοστεύουν. Το ίδιο και τα έπιπλα.
Το υπέδαφος, κούφιο, υποχωρεί. Δεν κρατάει
το βάρος της πέτρας ή του βήματος. Ένας άνθρωπος
λίγο-λίγο αφαιρεί τα περιττά και τα αναγκαία
για να σταθεί τουλάχιστον στον αέρα. Βαδίζει
δίπλα στα σύρματα του τηλεγράφου. Κάποτε, τα βράδια,
εγγίζει ψηλά τα λαμπιόνια της λεωφόρου, δοκιμάζοντας
τις αντιδράσεις της αφής του. Ανάμεσα στα δόντια του
κρατάει το ψαλίδι της τελικής συσκότισης, δίχως
ποτέ να το χρησιμοποιεί. Πιθανόν να φοβάται
τη συστροφή των καλωδίων, κ’ ίσως πιότερο ακόμη
αυτόν που κάθεται κει κάτω, στην τελευταία καρέκλα,
στο πεζοδρόμιο του φωταγωγημένου ζαχαροπλαστείου
πίνοντας με μελετημένες, ήσυχες, αργές γουλιές
ένα κίτρινο υγρό απ’ το μεγάλο, αστραφτερό ποτήρι.

~Αθήνα, 18-3-71

 

THE UNDECIDED

With time performances become less and less. Same as the furniture.
The subfloor, hollow, gives way. It cannot hold up
the weight of a stone or a footstep. A man
slowly-slowly removes the excess so
he can at least hover in midair. He walks
next to the telegraph wires. Sometimes, in the evening,
he touches the street lights, up high, trying
to see the reaction of his touch. Between his teeth
he keeps the scissors of total blackout, without
ever using them. Perhaps he’s afraid
the twisting of the wires or even more so
the person sitting down there, on the last chair,
on the sidewalk of the well-lit patisserie
drinking with thoughtful, calm, slow gulps
a yellow drink from the large, shining glass.

~Athens, 18-3-71
http://www.authormanolis.wordpress.com
http://www.libroslibertad.ca
http://www.ekstasiseditions.ca

 

Hear Me Out_cover_Jun9.indd

http://www.spreaker.com/user/6314317/air-play-poetry-corner-hear-me-out

On the Kitchen Counter

Good morning my love,
The day is of course just starting for me, although passed three
in the afternoon, but you see, I dedicate all my night to think of
you as I go to the various bars with my friends.
Yesterday I mused that three months have already gone since we
separated, three months that I haven’t found refuge in that little
dip of your chest. There where I told you it was my secret cave,
where I felt secure.
I mused that lone moment of summer when we lied down on the
beach and the sun burnt us, I dripped a few drops of sea water to
quench the thirst I had for your love.
I get up at noon I return home almost at daybreak.
Empty as always since you left, the house welcomes me with the
radio being on since morning and the lights set on the timer.
Toast and Happy Hippo cheese are my evening meal along with
pills for the hangover.
And tears ready to run down my cheeks.
This will pass, no matter what, it’ll pass.
I remember one time when we returned home after a night
at the bouzoukia, we prepared an omelette and fried bread
because we were hungry.
Then after we ate we left the plates on the table and made love
on the kitchen counter. At daybreak, before we went to bed
hugging each other to go to sleep.
Unique moments! Our love was such, as long as it lasted.
Yet it left a deep scar behind, a scar that refuges to heal and like
a cancer eats me up from within.

Στον πάγκο της κουζίνας

Καλημέρα, αγάπη μου!
Η μέρα βέβαια αρχίζει για μένα τώρα, που είναι πια περασμένες τρεις το μεσημέρι, αλλά βλέπεις, το βράδυ μου το αφιερώνω όλο για να σκέφτομαι εσένα, ενώ τριγυρνάω με αδιάφορες παρέες στα μπαράκια.
Αναλογιζόμουν χτες πως πέρασαν κιόλας τέσσερις μήνες που δεν είμαστε μαζί, που έχω να χωθώ στη λακκουβίτσα του στέρνου σου.
Εκεί που σου ’λεγα πως είναι η μυστική σπηλιά μου, που όταν βρίσκομαι δεν φοβάμαι πια τίποτα και κανέναν.
Θυμήθηκα εκείνη τη μοναδική στιγμή του καλοκαιριού, που όπως ήμασταν ξαπλωμένοι στην παραλία και μας έψηνε ο ήλιος, σου ‘σταξα μέσα της νερό απ’ τη θάλασσα και μετά το ήπια από ’κει, για να ξεδιψάσω τον έρωτά μου για σένα.
Ξυπνάω το μεσημέρι, Γυρίζω σπίτι μου τα ξημερώματα…
Άδειο, όπως πάντα, από τότε που έφυγες, το σπίτι, με καλωσορίζει με το ραδιόφωνο, που παίζει απ’ το πρωί και τα φώτα που ανάβουν με χρονοδιακόπτη, όταν σκοτεινιάζει.
Παξιμάδια, τυρί και Happy Hippo, το βραδινό μου, μαζί με τα χάπια για τον πονοκέφαλο απ’ το αλκοόλ.
Και τα δάκρυα στα μάτια μου, έτοιμα να κυλήσουν στα μάγουλά μου.
Θα περάσει, πού θα πάει! Θα περάσει.
Θυμάμαι μια φορά, που είχαμε γυρίσει ξημερώματα απ’ τα μπουζούκια και πριν κοιμηθούμε, φτιάξαμε ομελέτα και τηγανητό ψωμί, γιατί πεινούσαμε.
Και μετά, αφήσαμε τα πιάτα στο τραπέζι και κάναμε έρωτα στον πάγκο της κουζίνας. Ξημερώματα, πριν πάμε να κοιμηθούμε αγκαλιασμένοι στο κρεβάτι μας.
Στιγμές μοναδικές! Έτσι ήταν όλη η αγάπη μας, όσο κράτησε.
Η αγάπη, όχι η συμβίωση.
Αυτή τράβηξε πολύ κι άφησε πίσω της μια ύπουλη πληγή, που δε λέει να γιατρευτεί και δουλεύει από μέσα, σαν σαράκι.

~HEAR ME OUT, Tzoutzi Mantzourani, translated by Manolis Aligizakis, Libros Libertad, 2015
http://www.libroslibertad.ca

 

10523981_10206464655961149_7673562430847391835_n

MEMORY

Opalescent evening
under the grapevine

lazy memory
runs after the laughter of your eyes

twilight escorts
my nostalgia to look at

your playful irises
to vaguely reflect

in the embrace of my mind

ΘΥΜΗΣΗ

Οπάλινη εσπέρα
κάτω απ’ την κληματαριά

θύμηση νωχελική
τρέχει στο γελάκι των ματιών σου

λυκόφως σιγοντάρει
τη νοσταλγία μου να δω

της ίριδάς σου παίγνιο
ν’ αντιφεγγίζει αμυδρά

στου νου μου την αγκάλη

~IMAGES OF ABSENCE, Ekstasis Editions, 2015