THE LETTER
The post-man
carrying my hope in his steps
brought an envelope
with your silence.
My name was written with forgetfulness
my address an inexistent street.
The post-man, however
discovered it retreating on my face
gazing the windows that stooped with me
to read my hands
that were already preparing an answer.
I’ll open it with my patience
and with my sadness
I’ll copy your unwritten words.
I’ll answer tomorrow
sending you my picture.
I’ll place some wilted clover on my lapel
with the locket of a crash
engraved in the chest.
And I’ll hang on my ears — think of it —
your silence.
ΓΡΑΜΜΑ
Ο ταχυδρόμος,
σέρνοντας στα βήματά του την ελπίδα μου
μου `φερε και σήμερα ένα φάκελλο
με τη σιωπή σου.
Τ’ όνομά μου γραμμένο απ’ έξω με λήθη.
Η διεύθυνσή μου ένας ανύπαρκτος δρόμος.
Όμως ο ταχυδρόμος
τον βρήκε αποσυρμένο στη μορφή μου,
κοιτώντας τα παράθυρα που έσκυβαν μαζί μου,
διαβάζοντας τα χέρια μου
που έπλαθαν κιόλας μιαν απάντηση.
Θα τον ανοίξω με την καρτερία μου,
και θα ξεσηκώσω με τη μελαγχολία μου
τ’ άγραφά σου.
Κι αύριο θα σου απαν΄τησω
στέλνοντάς σου μια φωτογραφία μου.
Στο πέτο θα έχω σπασμένα τριφύλλια,
στο στήθος σκαμμένο
το μενταγιόν της συντριβής.
Και στ’ αυτιά μου θα κρεμάσω — συλλογίσου —
τη σιωπή σου.
~ΕΡΕΒΟΣ-EREBUS, by KIKI DIMOULA, ΙΚΑΡΟΣ, 1956, // translated by Manolis Aligizakis