Ο ΜΕΤΕΩΡΟΣ
Με τον καιρό οι παραστάσεις λιγοστεύουν. Το ίδιο και τα έπιπλα.
Το υπέδαφος, κούφιο, υποχωρεί. Δεν κρατάει
το βάρος της πέτρας ή του βήματος. Ένας άνθρωπος
λίγο-λίγο αφαιρεί τα περιττά και τα αναγκαία
για να σταθεί τουλάχιστον στον αέρα. Βαδίζει
δίπλα στα σύρματα του τηλεγράφου. Κάποτε, τα βράδια,
εγγίζει ψηλά τα λαμπιόνια της λεωφόρου, δοκιμάζοντας
τις αντιδράσεις της αφής του. Ανάμεσα στα δόντια του
κρατάει το ψαλίδι της τελικής συσκότισης, δίχως
ποτέ να το χρησιμοποιεί. Πιθανόν να φοβάται
τη συστροφή των καλωδίων, κ’ ίσως πιότερο ακόμη
αυτόν που κάθεται κει κάτω, στην τελευταία καρέκλα,
στο πεζοδρόμιο του φωταγωγημένου ζαχαροπλαστείου
πίνοντας με μελετημένες, ήσυχες, αργές γουλιές
ένα κίτρινο υγρό απ’ το μεγάλο, αστραφτερό ποτήρι.
~Αθήνα, 18-3-71
THE UNDECIDED
With time performances become less and less. Same as the furniture.
The subfloor, hollow, gives way. It cannot hold up
the weight of a stone or a footstep. A man
slowly-slowly removes the excess so
he can at least hover in midair. He walks
next to the telegraph wires. Sometimes, in the evening,
he touches the street lights, up high, trying
to see the reaction of his touch. Between his teeth
he keeps the scissors of total blackout, without
ever using them. Perhaps he’s afraid
the twisting of the wires or even more so
the person sitting down there, on the last chair,
on the sidewalk of the well-lit patisserie
drinking with thoughtful, calm, slow gulps
a yellow drink from the large, shining glass.
~Athens, 18-3-71
http://www.authormanolis.wordpress.com
http://www.libroslibertad.ca
http://www.ekstasiseditions.ca