ANTIPHONAL
Barefoot I wished to walk
among the rocks and grassy floor
holding your hand, my beloved
our paradise homeland
deliverance of unsung heroes
ascetic loneliness pervading
the lands, sun-rays commandeering
two conifers discoursing
antiphonal anthems of my kin
gleaming shore glaucous sea
this Salish sea forever calm
excited woman before a man
who lays her down on bear skins
to procreate his offing to mould
in the pleats of eternity and
I respectfully succumb to
my ultimate toponymy
ΑΝΤΙΦΩΝΟΣ
Ξυπόλητος ήθελα να βηματίσω
σε βράχια και σε πράσινο γρασίδι
το χέρι σου κρατώντας, αγαπημένη
πατρίδα μου ο παράδεισος
λύτρωση αεικίνητων ηρώων
μοναξιά ασκητική
το πάπλωμα μας πάνω στη γη
οι ηλιαχτίδες που φωτίζουν
δυο κυπαρίσια αναθιβάνουν
ύμνους των συγγενών μου
λιόλουστη η ακρογιαλιά
γαλάζια θάλασσα γαληνεμένη
γυναίκα από άντρα διεγερμένη
και την ξαπλώνει στις αρκουδοπροβιές
απόγονο για να γεννήσει
στην αγκαλιά του αιώνιου
κι εγώ κεφάλι σκύβω
στην τελευταία μου τοπωνυμία
~CHTHONIAN BODIES, paintings and poems, Vancouver, 2015