
Συγγένεια
Πλησιάσαμε το ζωγράφο, λίγα κιλά το βάρος του
κι όμως πέταγε με περιστροφές που σχημάτιζαν
στο τοίχο κύκλους. Ήξερε σίγουρα πως ήταν σώος
και πως κάποιος άλλος πέθαινε κείνη τη στιγμή
το Θάνατο για να χορτάσει. Κινήσεις άγριες και λεπτές.
Αποχρώσεις γραμμών ίσια σκιαγραφημένες
η βούρτσα συναισθηματικά ηλεκτρισμένη και ο καμβάς
σκονισμένη αυλή δίχως λουλούδια, μονάχα συναισθήματα
και φόντο τιμωρία οι πεινασμένες καλύβες
και μέτοικοι μ’ απραγματοποίητα όνειρα.
Χαμογέλασε κι απ’ το χαμόγελό του ξέραμε
ότι γνώριζε πως καταλάβαμε κι ο ζωγράφος ένας
ακόμα Υπεράνθρωπος, το άλλο του εγώ, ο αγαπημένος
συγγενής του, και φυσικά δικός μας.
Kin
We approached the painter who weighted just a few
kilos yet he flew in revolutions that drew circles
on the wall. Certain and safe, that someone
else had died to fill Hades’ need. Wild and
delicate movements, pastel hues and chiaroscuro,
straight lines, his emotionally charged brush, his
canvas a dusty yard, no flowers, only emotions
for background and little huts as punishment
for the unrealized dreams of the emigre.
He smiled, and from that smile we knew: He
understood that we understood, the painter another
Übermensch. His alter ego, His beloved kin and
of course, ours.