
Πνεύμα
Τίποτα δεν είχε μείνει στο δωμάτιο παρά η υγρασία
του αναστεναγμού της, σαν πεφταστέρι ορφανό,
στη φέγγος του ουρανού κλεφτό φιλί, ανοιξιάτικο
πρωί, μαλλιά ολόχρυσα στους ώμους, κυματιστά,
σαν θάλασσα ερωτευμένη, λεπτή αχτίνα ήλιου έκλεβε
ματιές μέσα απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα, αστραφτερό
νερό λιμνούλας εκεί που οι μονιάδες κατέφευγαν,
σαν του κομήτη την ουρά που είδες ή που νόμισες
πως είδες, η ήβη φλογισμένη, γλυκόπικρο ποτροκαλί
χρώμα ζωής, ξαφνιασμένο σαν την αναπνοή που κόπηκε.
Έβρεχε πολύ κείνη τη νύχτα που κανείς δεν άκουσε
το στεναγμό μας κι οι αμαρτίες μας ποιος ο σκοπός τους;
~Μου αρέσουν όσοι δεν κρατούν για τον εαυτό τους μήτε
σταγόνα πνεύματος, αλλά προσπαθούν να είναι ολόκληροι
πνεύμα της αρετής.
Pneuma
Nothing had remained in the room but the moist
of her sigh, falling star, orphan in the gleaming sky
a stolen kiss, spring morning, her shoulder long hair
golden wavy breeze, shy beautiful glance just
escaping through the half open eyelid, pond surface
where the loon took refuge, the osprey’s tail which
you saw or you didn’t, her fiery mound, bittersweet
surprise like her breath that stopped momentarily.
That night it rained so heavy no one could hear our
moans. And our sins, what was their purpose?
I like those who don’t keep for themselves even a drop
of pneuma, but struggle only to be pneuma of virtue.