
ΠΑΛΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Τα κάγκελα του κήπου υγρά απ’ τη βροχή σαν τους φτωχούς που
τους αφήνουν έξω
αλλά καθώς βραδιάζει ένα φλάουτο κάπου ή ένα άστρο συνηγορεί
για όλη την ανθρωπότητα —
σαν ήμασταν παιδιά κρυβόμαστε κάτω απ’ τη σκάλα κι όταν βγαί-
ναμε είχαμε αφήσει εκεί ένα βασιλικό πεπρωμένο
η σιωπή κάνει τον κόσμο πιο μεγάλο η θλίψη πιο δίκαο
κι αργότερα νέοι αγκαλιάσαμε το πρώτο δέντρο και του διηγηθή-
καμε τα περασμένα
άχαρες μέρες που φύγατε κι όμως αφήσατε μια ανάμνηση συγκινη-
τική
κι εγώ που υπήρξα τρελός για το αύριο κοιτάζω τώρα με αγωνία να
προχωρούν οι λεπτοδείχτες στα ρολόγια.
Ώσπου μια νύχτα ένα διαβάτης περνάει στο δρόμο τραγουδώντας.
Πού έχεις ξανακούσει το τραγούδι αυτό; Δε θυμάσαι.
Κι όμως η νοσταλγία όλων όσων ονειρεύτηκες τρέμει μες στο τρα-
γούδι. Στέκεσαι στο παράθυρο
κι ακούς σα μαγεμένος. Κι άξαφνα σε κάποια στροφή του δρόμου το
τραγούδι σβήνει. Όλα χάνονται. Ησυχία.
Και τώρα τί θα κάνεις;
OLD SONG
The garden railings are wet from the rain like the poor who
are left outside
but as night falls a flute or a star speaks for the whole
universe;
when we were children we hid under the stairway and when
we came out we had left behind a royal fate;
silence makes the world bigger, sorrow more just
and later as young men we hugged the first tree and
narrated our past to it,
joyless days that you’ve passed; you’ve left behind an emotional
memory
and I who was crazy for the future, now in agony, I observe
the movement of the clock’s fingers.
Until one night a man goes along the road singing.
Where have you heard this song before? You don’t remember.
Yet nostalgia of all you dreamed shivers in that song. You
stand by the window
and listen as if enchanted. And suddenly the song stops
at the turn of the road. Everything vanishes. Quiet.
And what you do now?