
YANNIS RITSOS-POEMS, Selected Books, Volume III
Χρυσόθεμις//Chrysothemis
Τα ξημερώματα βρίσκαν στους δρόμους ψόφια πρόβατα, σκυλιά, γαϊδούρια,
κάτι λιγνά, περίλυπα άλογα. Τα μελίσσια είχαν αφήσει τις κυψέλες τους.
Το καλαμπόκι, το κριθάρι, το στάρι ακριβαίνανε. Ωστόσο,
κάποιο πρωινό, που άνοιξα τα παντζούρια, είδα τριγύρω στη μάντρα του κήπου
ένα σωρό παιδιάστικους, χάρτινους ανεμόμυλους. Μπορεί και να ’ταν
αυτός που πήγε να ζυγιάσει το πουλί. Στο δρόμο ακούστηκε πάλι
ένα παιδί να διαλαλεί κουλούρια· — η φωνή του και το άρωμα
από ζεστό ψωμί και σουσάμι ξανάδινε σχήμα στα δέντρα, στις πόρτες,
στα χέρια και στα πρόσωπα. Το διάφανο πρωινό φεγγάρι
αποτραβιότανε με βήματα ένοχα, τριανταφυλλένια,
πλάι σε μια σιδερένια σκάλα υπηρεσίας, στριφτή, σκουριασμένη
Each morning people, in the roads, found dead sheep,
dogs, donkeys, and some thin, sorrowful horses. Bees
had left their hives. The corn, barley, wheat, became
very expensive. Yet, one morning, when I opened
the window shutters, I noticed a bunch of childish,
paper windmills around the fence wall of the garden.
Perhaps it was the man who went to weight the bird.
A boy selling his buns was heard in the road again.
His voice and the aroma of the warm bread and sesame
seeds re-established the shape of trees, doors, hands,
faces. The diaphanous morning moon was walking away
with guilty, rosy steps next to the rusted iron, circular,
service stairs.