
YANNIS RITSOS-POEMS, Selected Books, Volume III
AJAX
Έφυγε τούτη η νύχτα. Αλάφρωσα. Μη φοβάσαι γυναίκα.
Βγήκα ξανά το χάραμα. Σ’ είδα που στέκοσουν άγρυπνη στην πόρτα.
Κατέβηκα κάτου στ’ ακρογιάλι, πριν ξυπνήσουν οι ναύτες,
πήρα στη φούχτα μου νερό κι έβρεξα τα μελίγγια μου. Τί μικροί, θε μου,
τί μικροί που ’μαστε μπροστά στον απέραντο κόσμο που ξυπνάει,
μπρος στο γαλήνιο, αθάνατο φως. Κι ένιωσα ξάφνου να μικραίνει
όλη η κατάρα κι ο τρόμος της νύχτας· — έτσι μικρός, μαζεμένος
ανάμεσα στα βράχια, με μιαν όμορφη, αθόρυβη θλίψη,
μια λύπηση για τον εαυτό μου, — να κοιτάζω τ’ ασάλευτα καράβια,
να βλέπω πάλι, και να ξέρω πως βλέπω, —χαιρόμουν,— και ν’ ακούω.
This night has passed; I feel light. Don’t be afraid,
woman. I have met dawn again. I saw you keeping vigil
by the door. I went down to the shore before the seamen
woke up, I put some water in my palms, I wet
my temples. How small we’re, god, how small before
the endless world that wakes up in front of the serene,
eternal light. And suddenly I felt that all the curse and
horror of the night waned, such small, hunched among
the rocks, with a beautiful, noiseless sorrow for myself;
I saw the motionless ships, and I saw again, knowing
that I saw, I was glad I did, and I heard.