
Πάρε μόνο ό,τι είναι πιο σημαντικό. Πάρε τα γράμματα.
Πάρε ό,τι μόνος σου μπορείς να μεταφέρεις.
Πάρε τις εικόνες και το κέντημα, πάρε το ασήμι,
Πάρε τον ξύλινο σταυρό και τα χρυσά ομοιώματα.
Πάρε ψωμί και τα λαχανικά, και φύγε.
Ποτέ πια δε θα γυρίσουμε εδώ.
Ποτέ πια δε θ’ αντικρύσουμε την πόλη μας.
Πάρε τα γράμματα. Όλα. Ως και το τελευταίο πικρό χαρτί.
Ποτέ πια δε θα μπούμε στα νυχτερινά μπακάλικα.
Ποτέ πια δε θα πιούμε απ’ το ξερό πηγάδι.
Ποτέ πια δε θα δούμε γνώριμα πρόσωπα.
Εγώ κι εσύ είμαστε πρόσφυγες. Θα τρέχουμε όλη νύχτα.
Θα τρέχουμε μέσα από χωράφια με ηλιοτρόπια.
Θα τρέχουμε μακριά απ’ τα σκυλιά, θα ξαποσταίνουμε ανάμεσα στις αγελάδες.
Θα μαζεύουμε το νερό με τις παλάμες, περιμένοντας στα στρατόπεδα,
ενοχλώντας τους δράκους επάνω στις σημαίες του πολέμου.
Δε θα γυρίσεις και οι φίλοι δεν θα επιστρέψουν πια.
View original post 128 more words