'The intellectual rights of all texts, images, videos presented in this blog belong with their creators and/or publishers. They are presented here only for personal use and not for any monetary gain whatsoever.'
Η ζωή κι ο θάνατός μου πιστό σου αντίγραφο Χάος εσύ, μυριάδων ασωμάτων όλο εκρήξεις στείρας ευτυχίας και σκοτωμών
οι αρχαιολόγοι της ηδονής με είπαν άπληστο ζώο χαμάλη νοημάτων μαμάκια σκατόψυχο
με είπαν παιδί σου αχ! και πως ορίζει την αγιότητα ο πόθος δεν έμαθα ποτέ κι αυτά που μάτωσα για να τα μάθω στην ησυχία της νεκρής καρδιάς μου θα χαθούν δίπλα σε στομάχια που δίνουν μάχες σε κωλοτρυπίδες δίπλα που αναφλέγονται σε εκζέματα που τους γλυκομιλούν οι σκεβρωμένες γιατρίνες
όλοι για σένα γράφουνε Χάος που σαπίζεις μεσ’ την ιλιγγιώδη ακινησία
όμως μονάχα ο έρως, σε γιγαντώνει -των σπλάχνων σου ο πομπώδης αφρός-
να, λίγο-λίγο σε ξεφτουριάζουν τα ποιηματάκια μας όπως τα δάχτυλα της μαμάς τη σφαγμένη κότα στο νεροχύτη
Χάος που μας χόρτασες μυστήρια και πηγαιμούς στην Ιθάκη εσύ δεν είσαι θάνατος μονάχα ρύζι άβραστο μες στο βρακί της νύφης
Ο χτύπος του αργαλειού μοιάζει παράταιρος, δε χωράει μες στην κάμαρα, βγαίνει στο δρόμο — όλα κοιτούν προς τα έξω, διαχέονται· ακόμη κι εγώ παρόλο που μένω μες στο σπίτι, παρόλο που κρατώ κλειστά τα μάτια για να συγκεντρωθώ — το αισθάνομαι: δεν επαρκώ στον εαυτό μου· μέσ’ απ’ τα βλέφαρά μου σα να ’ναι γυάλινα, βλέπω έξω, σε βλέπω ξεκάθαρα στο δάσος, βλέπω το γέρσιμο του λαιμού σου όταν πίνεις νερό στην πηγή· λέω, μάλλον, πως τα έξω εισδύουν εντός μας — μια αποδοχή γενική σαν τη μοίρα — γεμίζουμε άξαφνα ώς την ασφυξία· καταλαβαίνουμε το προηγούμενο άδειο· το άδειο δεν είναι πια ανεκτό· (και πού να βρεις την πληρότητα; Ασφυξία). Η αγιότητα της στέρησης — έτσι έλεγες· — δεν καλοθυμάμαι· (της στέρησης ή της άρνησης έλεγες;). Τί αστόχαστα λόγια — η νίκη της θέλησης έλεγες — ποιά θέληση; ποιά νίκη; — σκληρή, ασυγχώρητη — ένα βουνό κατασκότεινο στο λιόγερμα πέρα, πιο σκοτεινό απ’ το κρεβάτι του τυφλού.
The sound of the loom is out of tune, doesn’t fit in the room,
goes out to the street; everything gazes outside, they float, even I
although I remain inside the house, even though I keep my eyes
closed, so I can concentrate, I feel it: I don’t feel enough
for myself; from within my eyelids, as if made of glass, I see
outside, I see the forest clearly, I see the contour of your neck
when you drink water from the spring; I believe, the externals
get inside us — a general acceptance like Fate — we suddenly
get filled to the point of asphyxiation; we understand the prior
emptiness which isn’t acceptable anymore; (and where can
you find fulfillment? Asphyxiation). Holiness of deprivation,
you would say, I don’t remember well; (you said, deprivation
or refusal?) what careless words — victory of the will, you said;
who’s will? Who’s victory?
Hard, unforgiven, a totally dark mountain in the sundown, over