
YANNIS RITSOS-POEMS, Selected Books, Volume III
AJAX
Ε, νά, λοιπόν, ο δυνατός εγώ, ο αδάμαστος· — κοιτάχτε με. Κανένας
μερίδιο απ’ τα δικά μου βάσανα δε ζήτησε ποτέ του. Εσείς οι αθώοι,
οι πονηροί, οι απελπισμένοι κι υστερόβουλοι, για μένα
άλλο δεν είχατε από θαυμασμό συφερτικό, καθόλου αγάπη,
μονάχα θαυμασμό απαιτητικό. Θυμώνετε κιόλας από πάνω
για κάθε μου ανημπόρια, σάμπως να σας πρόδωσα. Και σας πρόδωσα, αλήθεια,
μια και τον εαυτό μου έχω προδώσει. Νά με, σωριασμένος εδώ χάμου· κι οι εχθροί μου
να με περιγελάνε, να κρυφογελάνε. Χτες, όλη νύχτα,
παραμονεύαν, κυκλοφέρναν το σπίτι· με βλέπαν. Κοιτούσαν
απ’ τα παντζούρια, απ’ τις κουρτίνες, απ’ τις κλειδαρότρυπες, απ’ τα ντουλάπια —
άκουγα τα τριξίματα στο πάτωμα, τις γρατζουνιές στον τοίχο. Σαν βγήκα
κρυφτήκανε πίσω απ’ τα δέντρα. Με παραμονεύαν. Ένα άσπρο φεγγάρι,
άσπρο σαν το χασέ, τεράστιο, ανέβαινε απ’ την Ίδη· μια άσπρη πάχνη
μου σκέπασε τα μάτια· ξεχάστηκα, —τί ήταν;— ένα άσπρο μαντίλι
όπως παιδιά που παίζαμε τυφλόμυγα στη Σαλαμίνα, δίχως να καταλαβαίνεις
ποιός κι από πού να σε φωνάζει μ’ αλλαγμένη φωνή, σάμπως να ’σαι
μέσα σε μια μεγάλη, σκοτεινή εκκλησία μες στο λιοπύρι, κι οι εικόνες
χλωμές, ψηλές, κάτι μιλάνε μεταξύ τους χαμηλόφωνα για σένα —
ένα πελώριο φίδι, ένα λιοντάρι μ’ ένα αγκάθι στο πέλμα,
ένα κομμένο κεφάλι στο δίσκο, δυο μάτια σκιασμένα,
ένα ολομόναχο μεγάλο μάτι, γενειάδες, το αίμα που στάζει
απ’ την άκρη της λόγχης, καπνός, καμένη δάφνη, τα μικρά κουδούνια. Είπα να κάνω πίσω —
Come, then look at me the indomitable. No one ever
has asked for part of my suffering. You the innocent,
conniving, desperate, insincere, had nothing but admiration
only beneficial to you, no love, only demanding admiration.
You even get angry and think I betray you when in my distress
I can’t help you. And truly I betrayed you since I have betrayed
myself. Here I am laying down on the floor while my enemies
laugh and ridicule me. They all lurked around the house last
night, they kept an eye on me gazing through the window
shutters, behind the curtains, through the keyholes, from
inside the closet. I heard the creaking of the floor, the scratches
on the wall. When I went out they hid behind the trees.
They lurked. The white moon, as if
made of calico, huge, rose behind the mount Ide; white dew
covered my eyes, I forgot what it was, a white handkerchief,
like when, in Salamis, we the played a blind man’s-buff when
you couldn’t tell who’s voice was the one calling you, as if
you were in a dark church with sweltering heat, and the tall,
pale icons were talking in a low tone voice amongst themselves
about you,
a gigantic serpent, a lion with a thorn in its paw, a severed
head on a platter, two shadowy eyes, a huge single eye,
beards, blood dripping from the edge of a spear, smoke,