
Yannis Ritsos-Poems, Selected Books, Volume II
ΙΣΜΗΝΗ///ISMENE
Δεν έμειναν παρά κομμάτια κρύσταλλο και λάμψεις. Στην πόρτα
στέκονταν δυο πανύψηλοι κουτσοί με δεκανίκια.
Οι υπηρέτριες τούς έδιωξαν. Οι άντρες είχαν φύγει.
Όλος ο κόσμος άδειασε μεμιάς. Οι γυναίκες δε βάφονταν.
Σέρναν αργά τις παντόφλες τους. Ξεχνούσαν ν’ ανάψουν τις λάμπες.
Κάνανε το σταυρό τους πίσω απ’ τα μαλλιά τους. Οι τσουκνίδες μεγάλωναν στους κήπους.
Μες στον κισσό είχαν κρύψει τα κλειδιά. Τ’ άλογο του πατέρα, γερασμένο,
εξαφανίστηκε ένα βράδυ. Δεν ξαναγύρισε. Κάποιο παλιό του πέταλο
το κρέμασαν στην πόρτα της αποθήκης. Το σκοινί του
το δέσαν σε δυο δέντρα για τα ρούχα της μπουγάδας.
Στιγμές στιγμές, μέσα στη γενική αναστάτωση, γινόταν
μια τεράστια σιωπή, τρομερά διάφανη. Τα πάντα αποκτούσαν
μιαν άλλη οπτική και ηχητική, ένα άλλο ενδιαφέρον,
εκείνο το γεμάτο αδιαφορία. Τα κοιτούσες κατάματα· τ’ άκουγες.
Οι κότες μπαίναν στο νεκροταφείο, σκαλίζαν όλη μέρα·
έκαναν κάτι θεόρατα αυγά, όπου τύχει, μες στις μαργαρίτες,
κάτω απ’ το δεντρολίβανο, στο δρόμο ή στις καρέκλες. Ένα αόρατο χέρι
αφαιρούσε ένα ένα τα μεγάλα σκουριασμένα καρφιά από τις πόρτες.
Οι μύγες ξύπναγαν νωρίς, χτυπούσαν δυνατά τα τζάμια.
Only crystals and flashes were left. Two very tall limping men
with crutches stood by the door. The servant girls sent them off.
Men had left. The whole world was vacant. Women never made up
themselves anymore. They’d drag their slippers slowly,
forget to light the oil-lamps. They’d cross themselves
behind their hair. Nettles were growing in the garden.
They had hidden the keys in the ivy. Father’s horse,
very old by now, vanished one night; it didn’t ever return.
They hanged one of its old horseshoes on the cellar door.
They tied its rope between two trees to make a cloths-line.
Sometimes, in the general commotion, a great, clearly
diaphanous silence spread. Everything was assuming
a new visual, a new sonic, a different view, that of indifference.
You could see and hear everything. The chicken entered
the cemetery grounds, digging the soil all day long; they laid
some gigantic eggs, everywhere, among the daisies,
the rosemary, the road or under the chairs. An invisible hand
removed, one by one, the big rusted nails from the doors.
The flies would wake up early; they were hitting
the windowpanes with such force.