
Tasos Livaditis-Poems, Volume II
POEMS 1958-1964
ΠΟΙΗΜΑ
Θυμάμαι όταν βγήκα απ’ τη φυλακή. Το κουρεμένο κεφάλι
μου στρογγυλό κι άδειο σαν την υδρόγειο. «Όχι, δεν πει-
νάω» έλεγα στους φίλους που με προσκαλούσαν στο τραπέζι
τους, ενώ την ίδια ώρα, άρπαζα κρυφά μια φούχτα κόλλυβα,
απόνα πιάτο ακουμπισμένο στη ραπτομηχανή. Που βέβαια,
τάτρωγα ύστερα, στην τουαλέττα. Έτσι χόρταινα στη ζωή μου:
με νεκρούς, ταπεινώσεις, ποιήματα, χρονολογίες από παλιές
καταστροφές κι οράματα από αυριανές επαναστάσεις. Και συ-
χνά, για να εκδικηθώ τους άλλους, πούχαν τη βλακεία να πι-
στεύουνε σε μένα, έκανα διάφορες ποταπότητες και προστυ-
χιές: δεν επέστρεφα τα χρέη μου, έκλαιγα μπροστά στους
άλλους ή μιλούσα ατέλειωτα στις κομματικές συνγκεντρώσεις.
Γιατί, αλήθεια, ξέχασα να πω, ότι από καιρό ήμουνα
δοσμένος σε μια μεγάλη υπόθεση — τόσο μεγάλη, θέ μου, που
νάχει τόπο ακόμα και για τους πιο ηλίθιους. Δεν μπορώ
όμως να μην ομολογήσω, πως οι άνθρωποι μου πρόσφεραν
πολλά: απιστίες οι γυναίκες, συμβουλές οι τρελλοί, απίθανα
όνειρα οι σύντροφοι, κάπως βέβαια όλα αυτά φθαρμένα απ’ τη
χρήση και το χρόνο. Μα η απληστία μου, σαν ένα πελώριο
κύμα, τάλουζε όλα, και τα ξανάβρισκα σαν μόλις κομμένα από
τον κόρφο του Θεού. Κι οι μέρες μου, θριαμβευτικές, στηρί-
ζαν τον υπέροχο, στέρεο αγκώνα τους πάνω στο νερό της
ματαιότητας. Τέλος, για να μην τα πολυλογώ, αφού έζησα όλο
το μαρτύριο της ελπίδας, έφτασα στο πιο απάνθρωπο έγκλη-
μα: να πιστέψω στους ανθρώπους.
Τότε, λοιπόν, γιατί απαγορεύεται σ’ έναν επαναστάτη,
ν’ αυτοκτονήσει;
Poem
I remember when I got out of prison my shaved head,
was round and empty like the globe. No, “I’m not hungry”
I’d say to friends who would invite me for dinner, while
at the same time I’d grab a handful of goodies from
the confession tray left by the sewing machine, which,
of course, later, I ate in the bathroom. Thus I lived my life;
with the dead, humiliation, poems, dates of old disasters
and visions of future revolutions. Indeed often, in order
to take revenge on those who stupidly believed in me, I
committed small sins and perversions. I never returned
borrowed money, I cried in front of others, I endlessly
talked in various political gatherings, since, I forgot to
mention that I was dedicated to another great mission,
so great, God, that had room even for the idiots.
However I can’t but mention that people helped me a lot:
women graced me with their infidelity, crazy people with
their advice, comrades with impossible dreams although
most of these were worn out by the passing of time. But
my greediness covered everything like a gigantic wave
and I had to re-discover them as if they were cut off from
the bosom of the Lord. And my most triumphant days
steadied their exquisite, strong elbow onto the water
of futility. Finally, to make the long story short, after
I experienced the whole ordeal of hope, I reached
the most abominable conclusion: to believe in man.
Therefore, why is forbidden for a revolutionary
to commit suicide?