
AJAX
Γυναίκα, τί κοιτάς; Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα,
βούλωσε τις χαραματιές, μπαίνουν κακά μαμούδια, σαύρες,
μπαίνουν μεγάλες μύγες και γέλια κρυφά. Κοίτα, στον τοίχο,
μια μαύρη μύγα, μαύρη, μαύρη, μεγαλώνει, μαυρίζει τη μέρα,
μαύρον αγέρα ρουθουνίζει, — σκέπασέ την με το χέρι σου, σκότωσέ την,
δεν μπορώ ναν τη βλέπω. Τί πέτρωσες έτσι; Ε, λοιπόν, κοίταξέ με —
Εγώ είμαι ο δυνατός, ο αδάμαστος, — πολύ με φορτώσατε μ’ εγκώμια,
πολύ με βαρύνατε, με πνίξατε, —ένας ένας σας κι όλοι μαζί κρεμασμένοι
απ’ το λαιμό μου— με πνίξατε. Νά το έργο σας. Χαρείτε το. Κανένας
δε μου το συχωρνάει να ’μαι μιαν ώρα κι εγώ κουρασμένος· κανένας
δε μου το συχωρνάει να ’μαι άρρωστος. Εσείς, τα δικά σας
τα πιο μικρά σας βάσανα, μεγαλωμένα, μου τα ρίχνατε στη ράχη —
όλο παράπονα και κλάψες: — ξελογιάστηκε η δούλα μ’ ένα ναύτη,
η άλλη φοράει μεταξωτό πουκάμισο, η άλλη βάφει τα μάτια της μεγάλα,
η άλλη βάφει κυκλαμινιά τα νύχια της, η τρίτη, η μικρότερη,
σήκωσε κότσο τα μαλλιά της, ξέχασε μες στη σκάφη το σαπούνι·
τα μαρούλια μαράγκιασαν· λιγόστεψε το κάρβουνο· τα βάσανά σας
ναν τ’ αραδιάζετε την ώρα του δείπνου, κείνη τη γαλήνιαν ώρα
που σταματάνε οι μάχες κι οι καυγάδες, κι ο καθένας γυρεύει
μια στάλα λησμοσύνη, απογέρνοντας στις πρώτες ανάγκες του κορμιού του,
ανάμεσα στα πιάτα, στα ποτήρια που αχνοφέγγουν ήμερα κάτω απ’ τους λύχνους —
κι εσείς συνέχεια να μορφάζετε, να λαχανιάζετε, να κουνάτε τα χέρια,
ανοίγοντας ένα πελώριο στόμα, καταπίνοντας τον αέρα, τ’ αστέρια
κι ένα μικρό αστρουλάκι πονηρό, σαν ασημένιο ρεβίθι, και να λέω
τώρα θα της σταθεί στο φάρυγγα, θα φτερνιστεί, θα πνιγεί, θα σωπάσει.
Who are you looking at woman? Close the doors, shut
the windows, lock the gates, seal the cracks, some insects
might come in, lizards, huge flies and secret laughter.
Look that black fly on the wall, totally black, it grows,
it blackens the day, it breathes black air, cover it with
your hand, kill it, I can’t stand seeing it. Why are you
petrified? Come, look at me.
I’m the strong, the indomitable, who they’ve honored with
such praise that tired me, choked me, all of you, one by
one hanging from my neck, you choke me. Here is your
deed, enjoy it. No one forgives me for being tired for
an hour, for being sick. You load all your suffering upon
my back, you who always cry and complain, the servant
girl left with a sailor, the other one wears a silk blouse,
the other makes up her eyes, enlarges them, the other one
paints her nails violet, the other, the youngest, raises
her hair in a bun, leaves the soap in the trough; the lettuce
wilted, the coal is scarce, your suffering which you narrate
during our supper time, at that serene time when the battles
and quarrels stop, each fighter begs to forget, living the
most natural needs of their bodies, between the plates,
glasses that steam peacefully under the oil lamps, and
you women always blame, pant, shake your arms,
opening your mouths wide, breathing air, the stars and
a little tiny, smart star, like a silver garbanzo bean which
I wish will get stuck in your throats so you will sneeze,
choke, quieten down.