Archive for 06/05/2022

AJAX


Γυναίκα, τί κοιτάς; Κλείσε τις πόρτες, κλείσε τα παράθυρα, μαντάλωσε τη μάντρα,
βούλωσε τις χαραματιές, μπαίνουν κακά μαμούδια, σαύρες,
μπαίνουν μεγάλες μύγες και γέλια κρυφά. Κοίτα, στον τοίχο,
μια μαύρη μύγα, μαύρη, μαύρη, μεγαλώνει, μαυρίζει τη μέρα,
μαύρον αγέρα ρουθουνίζει, — σκέπασέ την με το χέρι σου, σκότωσέ την,
δεν μπορώ ναν τη βλέπω. Τί πέτρωσες έτσι; Ε, λοιπόν, κοίταξέ με —

Εγώ είμαι ο δυνατός, ο αδάμαστος, — πολύ με φορτώσατε μ’ εγκώμια,
πολύ με βαρύνατε, με πνίξατε, —ένας ένας σας κι όλοι μαζί κρεμασμένοι
απ’ το λαιμό μου— με πνίξατε. Νά το έργο σας. Χαρείτε το. Κανένας
δε μου το συχωρνάει να ’μαι μιαν ώρα κι εγώ κουρασμένος· κανένας
δε μου το συχωρνάει να ’μαι άρρωστος. Εσείς, τα δικά σας
τα πιο μικρά σας βάσανα, μεγαλωμένα, μου τα ρίχνατε στη ράχη —
όλο παράπονα και κλάψες: — ξελογιάστηκε η δούλα μ’ ένα ναύτη,
η άλλη φοράει μεταξωτό πουκάμισο, η άλλη βάφει τα μάτια της μεγάλα,
η άλλη βάφει κυκλαμινιά τα νύχια της, η τρίτη, η μικρότερη,
σήκωσε κότσο τα μαλλιά της, ξέχασε μες στη σκάφη το σαπούνι·
τα μαρούλια μαράγκιασαν· λιγόστεψε το κάρβουνο· τα βάσανά σας
ναν τ’ αραδιάζετε την ώρα του δείπνου, κείνη τη γαλήνιαν ώρα
που σταματάνε οι μάχες κι οι καυγάδες, κι ο καθένας γυρεύει
μια στάλα λησμοσύνη, απογέρνοντας στις πρώτες ανάγκες του κορμιού του,
ανάμεσα στα πιάτα, στα ποτήρια που αχνοφέγγουν ήμερα κάτω απ’ τους λύχνους —
κι εσείς συνέχεια να μορφάζετε, να λαχανιάζετε, να κουνάτε τα χέρια,
ανοίγοντας ένα πελώριο στόμα, καταπίνοντας τον αέρα, τ’ αστέρια
κι ένα μικρό αστρουλάκι πονηρό, σαν ασημένιο ρεβίθι, και να λέω
τώρα θα της σταθεί στο φάρυγγα, θα φτερνιστεί, θα πνιγεί, θα σωπάσει.

Who are you looking at woman? Close the doors, shut

the windows, lock the gates, seal the cracks, some insects

might come in, lizards, huge flies and secret laughter. 

Look that black fly on the wall, totally black, it grows,

it blackens the day, it breathes black air, cover it with

your hand, kill it, I can’t stand seeing it. Why are you

petrified? Come, look at me.

I’m the strong, the indomitable, who they’ve honored with

such praise that tired me, choked me, all of you, one by

one hanging from my neck, you choke me. Here is your

deed, enjoy it. No one forgives me for being tired for

an hour, for being sick. You load all your suffering upon

my back, you who always cry and complain, the servant

girl left with a sailor, the other one wears a silk blouse,

the other makes up her eyes, enlarges them, the other one

paints her nails violet, the other, the youngest, raises

her hair in a bun, leaves the soap in the trough; the lettuce

wilted, the coal is scarce, your suffering which you narrate

during our supper time, at that serene time when the battles

and quarrels stop, each fighter begs to forget, living the

most natural needs of their bodies, between the plates,

glasses that steam peacefully under the oil lamps, and

you women always blame, pant, shake your arms,

opening your mouths wide, breathing air, the stars and

a little tiny, smart star, like a silver garbanzo bean which

I wish will get stuck in your throats so you will sneeze,

choke, quieten down.

To Koskino

Alexandros Dalkos, Castaway

Θάλασσα τα μάτια σου
μπαίνω μέσα τους λαθρεπιβάτης
και ταξιδεύω.

Αλλά όπως πλέω
στου ονείρου μου τ’ ανοιχτά
σβήνουν άξαφνα οι φάροι μου
και νιώθω χαμένος.

Στην άκρη της κόγχης
το δάκρυ μου απαρηγόρητο
που μπέρδεψα το δρόμο.

Ξέρω πια
πως όλα τέλειωσαν.
Εξόκειλε το καράβι μου
στην πιο άγνωστη αμμουδιά
κι εγώ ναυαγισμένος.

6/5/2022

View original post