
Poem by Miltos Sachtouris
Η Μαρία
Η Μαρία σκεφτικὴ έβγαζε τις κάλτσες της
Απὸ το σώμα της έβγαιναν
φωνὲς άλλων ανθρώπων
ενὸς στρατιώτη που μιλούσε σαν ένα πουλὶ
ενὸς αρρώστου που είχε πεθάνει απὸ πόνους προβάτων
και το κλάμα της μικρής ανεψιάς της Μαρίας
που αυτὲς τις μέρες είχε γεννηθεί
Η Μαρία έκλαιγε έκλαιγε
τώρα η Μαρία γελούσε
άπλωνε τα χέρια της το βράδυ
έμενε με τα πόδια ανοιχτὰ
Ύστερα σκοτείνιαζαν τα μάτια της
μαύρα μαύρα θολὰ σκοτείνιαζαν
Το ραδιόφωνο έπαιζε
Η Μαρία έκλαιγε
Η Μαρία έκλαιγε
το ραδιόφωνο έπαιζε
Τότε η Μαρία
σιγὰ-σιγὰ άνοιγε τα χέρια της
άρχιζε να πετάει
γύρω-γύρω στο δωμάτιο
MARIA
Maria in thought takes off her nylons.
Voices of other people
came out of her body:
of a soldier who spoke like a bird
of a sick man who had died in the pain of sheep
and the cry of Maria’s little niece
to be born these days.
Maria cried, cried
now Maria laughed
she spread her arms, evening time
she stayed with her legs open
Then Maria’s eyes darkened
dark, black, blurred
The radio was loud
Maria cried
Maria cried
the radio was loud
Then Maria
opened her arms slowly
started flying
around the room.