
YANNIS RITSOS-POEMS, Selected Books, Volume III
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ/PERSEPHONE
(Απόσπασμα//excerpt)
Εκεί, τα σπίτια είναι υπόγεια, τα ποτάμια υπόγεια, ο ουρανός υπόγειος·
λίγες λεύκες μονάχα τεφρές στο υπόγειο περιβόλι,
τα μαύρα κυπαρίσσια, οι άγονες ιτιές, η άγρια μέντα
και μερικές ροδιές.
Μου καθάριζε ρόδια με τα ίδια του τα χέρια.
Τα δάχτυλά του μαύριζαν ακόμη πιο πολύ. Τα κουκιά του ροδιού θαμποφέγγαν
σα γυάλινα φιαλίδια γεμάτα μ’ αίμα. Με τάιζε στην παλάμη του
ανάμεσα στα μεγάλα πιθάρια και στα πέτρινα σκαμνιά, μη και ξεχάσω
και δε γυρίσω πάλι κοντά του. — Πώς να μη γυρίσω; Τούτη η θάλασσα
σου τινάζει το φέγγος της, τριμμένο γυαλί, στα μάτια, στο στόμα,
μες στο πουκάμισο μες στα σαντάλια.
«Κράτησέ με, —του έλεγα·— άφησέ με
να ’‘μαι μονάχα το ένα —έστω μισό·— τ’ ολόκληρο μισό (όποιο να ’ναι),
όχι τα δυο, τα χωριστά και τα άσμιχτα, γιατί δε μου μένει
παρά να ’μαι η τομή —δηλαδή να μην είμαι—
μια κάθετη μονάχα μαχαιριά κι ο συθέμελος πόνος —»·
και το μαχαίρι, ούτε κι αυτό να μην είναι δικό σου. «Δεν αντέχω, —του έλεγα·— κράτησέ με».
The houses are underground over there, the rivers
too, and the sky; a few ashy poplars existed
in the underground orchard, the black cypresses,
the infertile willows, the wild mint and some
pomegranates. He used to dress the pomegranate
with his hands for me; his hands turned even darker
than before; the pomegranate seeds shone like glass
little bottles filled with blood. He fed me out of his palm
among the huge storage jars and stools made of rock
so that I wouldn’t forget, so I could go back to him.
How could I not? This sea tosses its brightness,
shattered glass in your mouth, your eyes,
your sandals.
Keep me here, I told him, only let me be just
the one, even the half of one, the whole half,
whichever I might be, not both halves, the separate,
the unmatched, since I can only be the cut, I mean
I won’t be, only a vertical knife cut which won’t
be yours, I can’t endure it, I told him, keep me here.