
ΣΥΝΤΡΟΦΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Έρχομαι από μέρες που πρέπει ν’ αποσιωπηθούν, από νύχτες
που θέλω να τις ξεχάσω, περπάτησα τρέμοντας μέσα στον πυρετό
των μεγαλουπόλεων, είδα τα μεγάλα ρολόγια των εκκλησιών να
συμμαχούν με τον διάβολο, είδα τους φτωχούς να περπατάνε αθόρυ-
βα στο δρόμο όπως ο Χριστός επί των υδάτων, λαϊκές εξεγέρσεις
μου χάρισαν βασιλικά απογέματα, αλλά τη νύχτα κινδύνεψα μπρο-
στά σ’ έναν έρημο κήπο.
Εκείνος που άνοιξε μια πόρτα για να κοιμηθεί, δεν είδε τ’
άστρα ν’ αναιρούν τη ματαιότητα, αυτοί που θάψανε τους νεκρούς
τους δεν ξέρουν τί σημαίνει ανάμνηση —
άνθρωποι ταπεινοί, που ξύπνησαν μ’ ένα άχυρο σκαλωμένο
στα μαλλιά τους, σαν μόλις να δοξάστηκαν κάπου αλλού,
και πήγαινα στη δημοσιά σφυρίζοντας — ώ παλιό, συντροφικό
τραγούδι.
SONG OF THE COMRADES
I’ve come from days that have to be silenced, I’ve come from
nights I want to forget; shivering I walked in the fever of the big
cities I saw the big clocks of churches in alliance with the devil,
I saw poor people who walked softly in the streets like Christ
on water, popular uprisings graced me with royal afternoons but
at night I was in fear in front of the deserted garden.
He, who opened a door in order to sleep didn’t see the stars
that refuted futility, those who buried their dead didn’t know
the meaning of memory —
humble people who woke up with a piece of hay in their hair
as if they were glorified somewhere else
and I walked along the public road whistling — oh, old, song of
the comrades.