YANNIS RITSOS-Poems, Selected Books, Volume ΙI
ΑΓΡΥΠΝΙΑ/VIGILANCE
ΤΙ ΩΡΑ ΝΑΝΑΙ//WHAT TIME IS IT?
(Απόσπασμα ΙV)
Εσύ θάχεις τότε τη φωνή φυλαγμένη στις τσέπες σου
όπως έχουν τα μερμύγκια τα ψίχουλα του παλιού ψωμιού μας
φυλαγμένα στο χωματένιο σπίτι τους
θάχεις ακόμα κάτι να ταϊσεις το κίτρινο στόμα του βρεγμένου
αποσπερίτη.
Εσύ φίλε μου που ξαναγυρίζεις πίσω κάθε που ερημώνεται η εξοχή
κάθε που οι παραθεριστές περιμένουν με τις βαλίτσες τους στην
αποβάθρα
κι είναι τα βράδια καθισμένα ολομόναχα στην πλατεία του νησιού,
μια ολόκληρη σειρά αναποδογυρισμένες καρέκλες,
τα στρογγυλά τραπεζάκια όπου δειπνάει η μοναξιά ανασηκώνοντας
λίγο το βέλο της
κι οι πάγκοι των κήπων στη βροχή. Καλέ μου φίλε,
αγαπημένε μου,
το σιωπηλό σου πρόσωπο το αξύριστο,
το χέρι σου της πίστης
πίσω απ’ τους δυνατούς σου ώμους
η βουή της φουρτούνας —
τί ζέστα στην παλάμη σου. Είσαι εδώ, κοντά μου.
Καλησπέρα.
Έρημο φεγάρι, κοίτα, σαν ένα πιάτο αλουμινένιο
σαν ένα πιάτο με αποφάγια στο μικρό εστιατόριο της λύπης
όταν οι ταξιδιώτες έχουν φύγει κι ακούγεται από πέρα τόσο
μακρινό
το σφύγιγμα του βαποριού κάτου απ’ της νύχτας τις κάμαρες.
Πίσω απ’ τη ράχη σου η φουρτούνα. Εμείς
μπορούμε να περιμένουμε. Γνωρίζουμε. Είμαστε έτοιμοι.
You’ll have your voice hidden in your pockets
like crumbs of our old bread the ants hide in their earthly
homes
you’ll still have something to feed the mouth of the damp
evening star.
You, my friend, you come back when the countryside
is deserted
every time the vacationers with their suitcases wait
at the quay
and the evenings are sitting all alone in the square of
the island
a long line of empty chairs turned upside on
the round tables where loneliness dines raising
its veil a little,
and the garden benches left in the rain, my good friend
my beloved friend
your silent unshaven face
your faithful arm
behind your strong shoulders
the roar of the gale —
what a warmth your hand has.
You’re here near me. Good evening.
The lonely moon — look — like a silver plate,
like a plate full of leftovers at the small restaurant
of sorrow when the travellers are gone and
you hear the far away whistle of the ship under
the night rooms.
The gale behind your back; we can wait.
We know. We’re ready.
Like this: Like Loading...