
YANNIS RITSOS-POEMS, Selected Books, Volume III
ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ/PERSEPHONE
(Απόσπασμα III–Excerpt III)
Επάνω στο τραπέζι αστράφταν τα ποτήρια, τα πιάτα, τα πιρούνια
χρυσά και γαλάζια απ’ την ανταύγεια της θάλασσας. Το τραπεζομάντιλο
άσπρο, καλοσιδερωμένο, ήταν μια λάμψη επίπεδη· δεν είχε
διόλου εσοχές να καταφεύγουν άλλα νοήματα, άλλες εικασίες. Τώρα
τούτο το φως αβάσταχτο, — παραμορφώνει τα πάντα, τα δείχνει
μέσα στην παραμόρφωσή τους· κι η φωνή της θάλασσας
κουραστική, μ’ εκείνο το ασταθές της απέραντο, τα φευγαλέα χρώματά της,
με τις εναλλασσόμενες διαθέσεις της. Κι αυτοί οι ανόητοι βαρκάρηδες
με τα βρακιά τους ανασκουμπωμένα, μουσκεμένα, σ’ εξοργίζουν·
χώρια οι κολυμβητές, σαν καρβουνιάρηδες, πασαλειμμένοι με άμμο,
γελώντας, φωνασκώντας (χαρούμενοι τάχα) μόνο για να τους ακούσουν
σα να μην επαρκούν στον εαυτό τους.
Κει πέρα,
κανείς δεν πέφτει στο νερό· κανείς δε φωνάζει. Τα τρία ποτάμια,
σταχτιά, ακατάδεχτα, καθώς συρρέουν τριγύρω στο μεγάλο βράχο,
έχουν ολότελα άλλο θόρυβο —ισχυρό, ομοιόμορφο—
εκείνον τον ακίνητο θόρυβο της αιώνιας ροής· — τον συνηθίζεις·
σχεδόν δεν τον ακούς.
The glassware shone on the table, along with the plates,
forks, golden and light-blue from the reflection of the sea.
The white, ironed tablecloth was a level gleam that had
no alcoves which could lead to other meanings, other
conjectures. Now this light is unbearable, it disfigures
everything; it shows them through their disfiguring and
the echo of the sea is tiring with its unstable immenseness,
its fleeting colors, its alternating moods. And these foolish
boatmen with their raised, wet pants, make you angry;
the swimmers too, like coal mine workers, splattered
by sand, laughing, yelling, joyously supposedly, as if
only to be heard, insecure of themselves.
Further away,
no one swims, no one yells; the three gray, snobby
rivers, flow around the huge rock; they’ve a totally
different sound, loud, unique, that motionless sound
of eternal flow, you get used to, you almost don’t
hear it.