
EXILE DIARIES
27 Οχτωβρίου 1948
Εδώ τ’ αγκάθια είναι πολλά —
αγκάθια καστανά, κίτρινα αγκάθια,
σ’ όλο το μάκρος της μέρας, ως μέσα στον ύπνο.
Όταν περνούν το συρματόπλεγμα οι νύχτες
αφήνουν μικρά κουρέλια απ’ τη φούστα τους.
Τα λόγια που μας φάνηκαν όμορφα κάποτε
χάσαν το χρώμα τους σαν το γιλέκο του γέρου στο σεντούκι
σαν ένα λιόγερμα σβησμένο στα τζάμια.
Οι άνθρωποι περπατάνε με τα χέρια στις τσέπες
ή κάποτε χειρονομούν σα να διώχνουν μια μύγα
που ξανακάθεται στο ίδιο μέρος πάλι και πάλι
στα χείλη του άδειου ποτηριού ή πιο μέσα
σ’ ένα σημείο απροσδιόριστο κι επίμονο
όσο κι η άρνηση τους να το αναγνωρίσουν.
27 of October 1948
Innumerable brown thorns,
yellow thorns
in daytime and in our sleep.
When the night passes over the barbwire
it leaves behind small pieces of its skirt.
Words that once sounded good
lost their color like the old man’s vest in the drawer
like a sundown exhausted on the window panes.
People walk with their hands in their pockets
or they occasionally gesture as if scaring a fly away
which returns and lands on the same spot again
on the lip of the empty glass or further down
on a unspecified and insistent spot
like their refusal to recognize it.