
ΕΚΔΙΚΗΣΗ
Δεν τον είχα δει για χρόνια
και νάτος στη γωνία Χάου
και Πέντερ περίμενε να πάει απέναντι.
Έσφιξα το χέρι του, το βρήκα
ιδρωμένο, λίγο απ’ τον καύσωνα της μέρας
ο Ιούλιος εφέτος ήτανε φούρκα
λίγο γιατί σχεδόν έτρεχε, είπε,
για να συναντήσει το δικηγόρο του
και να υπογράψει κάποια συμφωνία.
Λέξεις που είχα ακούσει χιλιάδες φορές
όταν ήμουν κι εγώ στο ίδιο λούκι
του Χρηματιστηρίου. Μα ήταν ιδρωμένος
κι απ’ το υπερβολικό πάχος
η ζωή τον είχε εκδικηθεί πολύ
με τον παράξενο και δίκαιο της τρόπο.
Με ρώτησε πώς είμαι, τί κάνω…
Είπα απλά πως γράφω ποίηση.
Τα φρύδια του σηκώθηκαν ψηλά,
σα ν’ απόρησε,
ένα ειρωνικό χαμόγελο απλώθηκε
στα χείλη του κι είπε: ονειροπόλε
πριν την πλάτη μου γυρίσει.
Χαμογέλασα έτσι που κάποιος
χαμογελά σαν δει σπουργίτες
κάτω απ’ τα τραπέζια της πλατείας
να ψάχνουν για το μερτικό τους
από το βιαστικό τούτο κόσμο
που τρέχει, τρέχει και ποτέ δεν φτάνει
κι ατένισα το φίλου μου
που ήταν κιόλας στο απέναντι πεζοδρόμιο
πράγματι, ο αφελής, δεν ήξερε πως
με περίγραψε με τον ομορφότερο τρόπο.
REVENGE
Hadn’t seen him in years
and here he was waiting for the light
at Howe and Hastings going west.
Shook his hand found it sweaty
partly because of the hot day
we never had such a hot July in years
partly because he was stressed running
to his lawyer to sign the best deal of the century
words I had so often heard
back then when I also was in the gutter
and partly because of the excessive
layer of fat all over his body,
life had taken its revenge on him
in such a strange and just way.
He asked what was up with me.
I simply said I wrote poetry.
He raised his eyebrows in disbelief
face took a smirk : ‘dreamer’
he said and turned away,
light had just turned green.
I smiled the way you do when you see
sparrows hopping under the tables
of the plaza looking for their share
of this fast world and I looked at my friend
the truly ignorant, who unknowingly
had described me in the most beautiful way.