
ΕΛΕΝΗ // HELEN
Όχι πια λέξεις και ονόματα· κάτι ήχους μονάχα ξεχωρίζω· — ένα ασημένιο κηροπήγιο
ή ένα κρυστάλλινο ανθογυάλι ηχεί από μόνο του και ξαφνικά σωπαίνει
κάνοντας πως δεν ξέρει τίποτα, πως δεν κουδούνισε αυτό, πως κανένας
δεν το ’χε αγγίξει, πως κανένας δεν πέρασε πλάι του. Ένα φόρεμα
σωριάζεται μαλακά απ’ την καρέκλα στο πάτωμα, μεταθέτοντας
την προσοχή απ’ τον προηγούμενο ήχο στην απλότητα του τίποτα. Ωστόσο
η ιδέα μιας σιωπηλής συνωμοσίας, παρότι διαλυμένη στον αέρα,
επιπλέει πυκνωμένη σ’ ένα επίπεδο πιο πάνω, σχεδόν σταθμητή,
τόσο που αισθάνεται το χάραγμα των ρυτίδων να βαθαίνει πλάι στα χείλη σου
απ’ αυτήν ακριβώς την παρουσία ενός παρείσακτου που παίρνει τη θέση σου
μεταβάλλοντας εσένα σε παρείσακτο, εδώ στο κρεβάτι σου, στην κάμαρά σου.
Ω, αυτή η ξενιτιά μας μέσα στα ίδια μας τα ρούχα που παλιώνουν,
μες στο ίδιο μας το δέρμα που ζαρώνει· ενώ τα δάχτυλά μας
δεν μπορούν πια να σφίξουν, να κρατήσουν τριγύρω στο κορμί μας
ούτε καν την κουβέρτα, που ανυψώνεται μόνη, διαλύεται, φεύγει, αφήνοντάς μας
ακάλυπτους μπροστά στο κενό. Και τότε η κιθάρα, κρεμασμένη στον τοίχο,
ξεχασμένη από χρόνια, με χορδές σκουριασμένες, αρχίζει να τρέμει
έτσι που τρέμει το σαγόνι μιας γριάς απ’ το κρύο ή απ’ το φόβο, και πρέπει
να βάλεις πάνω στις χορδές την παλάμη σου, να σταματήσεις
το μεταδοτικό τους ρίγος. Μα δε βρίσκεις το χέρι σου, δεν έχεις χέρι,
κι ακούς μες στο στομάχι σου πως είναι το δικό σου σαγόνι που τρέμει.
No more words and names I can only discern some sounds – a
silver candleholder
or a crystal vase echoing by itself and suddenly stops
pretending that it knows nothing that it didn’t echo
that nobody
struck it or touched it that nobody passed by it A dress
falls softly from the chair to the floor turning the attention
from the previous sound to the simplicity of nothing
However
the idea of a silent conspiracy although diffused in the air
floats denser in a higher level almost leveled out
so much so that you feel the incising of wrinkles around
your lips grow deeper
exactly because of an intruder’s presence who takes
your place
turning you into an intruder here in your own bed in your
own room
Oh this alienation in our own clothes that get old
in our own skin that gets wrinkled while our fingers
cannot grip anymore cannot even wrap around our bodies
the blanket that rises by itself disappears disperses
leaving us
naked in the void And then the guitar hanging on
the wall
forgotten for years with rusted strings begins to quiver
like the jaw of an old woman quivers from cold or fear
and you have to
place your hand flat on the strings to stop their
contagious chill But you cannot find your hand
you don’t have a hand
and you hear in your stomach your own jaw
quivering