
ΕΛΕΝΗ//HELEN
Εσύ τί κάνεις; Είσαι πάντα στο στρατό; Να προσέχεις. Μη σκοτίζεσαι τόσο
για ηρωισμούς, για αξιώματα και δόξες. Τί να τα κάνεις; Σου βρίσκεται ακόμα
κείνη η ασπίδα όπου είχες χαραγμένη τη μορφή μου; Ήσουν αστείος
με την ψηλή σου περικεφαλαία και τη μεγάλη της ουρά, — τόσο νέος,
τόσο συνεσταλμένος, σα να ’χες κρυμμένο το ωραίο πρόσωπό σου
στα πισινά πόδια ενός αλόγου κι η ουρά του κρεμόταν ώς κάτω
στη γυμνή ράχη σου. Μη θυμώνεις ξανά. Μείνε λιγάκι ακόμα.
Πέρασε πια ο καιρός των ανταγωνισμών· στερέψανε οι επιθυμίες·
ίσως μπορούμε τώρα να κοιτάξουμε μαζί το ίδιο σημείο της ματαιότητας
όπου, θαρρώ, πραγματοποιούνται οι μόνες σωστές συναντήσεις —έστω αδιάφορες,
μα πάντα πραϋντικές— η νέα κοινότητα μας, έρημη, ήσυχη, άδεια,
χωρίς μετακινήσεις κι αντιθέσεις, — ν’ αναδεύουμε μόνο τη στάχτη στο τζάκι,
φτιάχνοντας πότε πότε με τη στάχτη ψηλόλιγνες, ωραίες τεφροδόχες,
ή, καθισμένοι κατάχαμα, να χτυπάμε το χώμα με άηχες παλάμες.
How are you doing? Are you still in the army? Be careful Don’t
stress yourself too much
for heroism for honors and glories What’ll you do with them? Do
you still have
that shield with my face engraved on it? You were so
funny
with your tall helmet and its long tail – you were
so young
so shy as if you had your beautiful face hidden on the hind
legs of a horse and its tail hung down your bare
back Don’t get angry again Stay a little longer
The time of antagonism is gone the desires have dried up
perhaps now we can look together at the same point
of futility
where I think the true encounters get realized – however
indifferent
but always soothing – our new community deserted quiet empty
without any displacement or oppositions – we just stir the ashes
in the fireplace
sometimes making out of ash long thin burial urns
or sitting on the ground we hit the soil with soundless palms