
ΣΩΣΙΑΣ
Σίγουρα δεν ήμουνα εγώ
που έτρεχα χθες βράδυ στο προάστιο
με το πουκάμισο ολάνοιχτο
σαν ξεχασμένη ευσπλαχνία
με την καρδιά περιφραγμένη
στο γαλανό του αιθέρα λιόγερμα
σαν όνειρο που ξέχασε από πού ήρθε
όχι, δεν ήμουνα εγώ αλλά ο σωσίας μου
μες το σακκίδιο που έκρυβε
παλιά φωτογραφία δυο αστεριών
που κολυμπούσαν στο λιμνάκι
δίδυμα πρόσωπα ματιά μες στον καθρέφτη
κι εκεί μια στάλα παραπέρα
στεκόσουν εσύ και με παρώτρυνες
στην αγκαλιά σου να λουφάξω
το κόπο μου να ξεκουράσω
και να σου πω σκέψεις γλυκές
κι εικόνες μας περυσινές καθώς
εγώ κρατούσα πάνω μου σφιχτά
εκείνο το μικρό το αντικλείδι
έτοιμος να το βάλω στην οπή
ν’ ανοίξω σαν τριανταφυλλο τον κόσμο
DOUBLE
Certainly it wasn’t I who
last evening jogged along
the suburb houses
with my shirt unbuttoned
like forgotten piety
with my heart encompassed
by the auspices
of the orange dusk
a dream forgetful of its origin
no, it wasn’t I but my double
who in his bag had hidden
old picture of two stars
swimming in the crystal pond
two faces, a mirror’s glance
and further on: a single drop
you stood coaching him
to hide my tiredness in your arms
as if to release thoughts
and last year’s images while
I tightly held the little master key
ready to be placed in the hole and
open the world like a bloomed rose