
ΗΦΑΙΣΤΟΣ
Ο Ήφαιστος γέλασε που του ζήτησα
καινούργια πανοπλία
και επανείλθα στην κληρονομιά μου
μιας άλλης εποχής
υποκείμενος απόηχος
εγώ ο αναμφισβήτητος κάτοχος
του Αιγαίου Πελάγους
αλήθεια τίποτα δεν ήταν
πιο αφηρημένο
παρά τα χείλη της παρθένας
που φίλησα με του ήλιου μου τις οδηγίες
όταν και χωρίς προειδοποίηση
ήρθε η άνοιξη όσο αγνή
όσο κι η αδιάκριτη ανακοίνωση
για κατορθώματα που
μου μέλλονταν να κάνω
σταυρός που μου μέλλονταν
να κρεμάσω στο λαιμό
μοναχική ανεμώνη έγυρε
στο πλάι σαν να `θελε να νιώσει
την έννοια του καθήκοντος
που έπρεπε άξιος ν’ αποδειχτώ
αχινιοί
μ’ αγκάθια
τριανταφυλλιές
στην είσοδο του σπιτιού μου
αγαπημένες λέξεις που ειπώθηκαν
από χείλη ξερά και γηρασμένα
λεμονιά που ποτέ δεν πότισα
δάκρυα στο μαξιλάρι μου
που αγκάλιασα σφιχτά
κι ήλπισα να ξυπνήσω
σαν ξεμέθυστο λιακάδας νάζι
βουτηγμένο στην ποτίστρα των βοδιών
HEPHESTOS
Hephestos laughed at my request
for a new armour and
I reverted into my inheritance
subject of a former sound
another era’s reward
I the indisputable heir
of the Aegean Sea
truly nothing else
was as abstract
as the lips of the virgin
I kissed under the guidance of my sun
when without warning
spring arrived as pure as
the indiscreet announcement
of deeds I was destined
to accomplish
a cross I was to hang
on my neck
the lone sea anemone leaned on
the side as if catching
the meaning of duty
of which I had to be worthy
sea urchins
with spikes
rose bushes
by the main entrance of my dwelling
beloved words spoken
by lips cracked and aged like
the lemon tree I never watered
tears on the pillow
I held tightly
in my arms hoping
to wake up like a laughter of sunshine
in the cows’ watering trough